20.1.14

Ήταν Ιανουάριος όταν άρχισα να νιώθω συμπάθεια για τους εχθρούς. Μια μέρα, περνώντας έξω απ' το διαμέρισμά τους, δεν ένιωσα όλα μου τα εντόσθια να γυρίζουν ανάποδα, τα δόντια μου να κροταλίζουν, τα μαλλιά μου να πλέκονται μόνα τους κοτσίδες, τα χέρια μου να περιστρέφονται στους καρπούς. Είχα συνηθίσει τόσο καιρό να περνάω κάθε βράδυ από εκεί επιταχύνοντας το βήμα μου έξω απ' την πόρτα τους και κοιτάζοντας ευθεία μπροστά, μην και τυχόν μολύνω το μάτι μου με κάτι δικό τους. Και μια μέρα τα εντόσθιά μου δεν γύρισαν ανάποδα, τα δόντια μου όχι μόνο δεν κροτάλισαν, αλλά κοιμούνταν ήσυχα ήσυχα σαν αγγελάκια το ένα δίπλα στο άλλο. Ένιωσα σχεδόν ζεστά περνώντας έξω απ' την πόρτα τους. Αργότερα το εξήγησα αυτό το φαινόμενο. Είχαν γίνει εχθροί με τους άλλους μου εχθρούς και εχθροί με εχθρούς αλληλοεξουδετερώθηκαν σε μια παράξενη χημική αντίδραση. Αν είναι αλλόκοτα αυτά που λέω, σταματάω εδώ και δεν θα ξαναενοχλήσω με το θέμα. Τώρα τους συμπαθώ, αλλά δεν το ξέρουν. Εκείνοι δεν μου μιλάνε, αλλά κι αυτό μου φαίνεται συμπαθητικό. Όταν περνάνε από δίπλα μου και γυρίζουν το κεφάλι απ' την άλλη, χαμογελάω με κατανόηση σαν να βλέπω δυο παιδάκια που μου λένε τα κάλαντα με γυρισμένη πλάτη. Πόσο να τους θυμώσεις. Τις προάλλες μάλιστα άρχισα να πλέκω ένα κασκόλ για τον έναν, με ρίγες, μια πλέξη δύσκολη. Θα του πηγαίνει και ξέρω ότι του αρέσουν τα κασκόλ, γιατί πολλές φορές ευχήθηκα να του το σφίξω στο λαιμό, όταν περνούσε από δίπλα μου. Υπέφερα πάντα από μεταπτώσεις, από χαμηλά μέχρι υψηλότατα βαρομετρικά και τούμπαλιν. Το αποτέλεσμα; Κανένας δεν μου έχει πια εμπιστοσύνη. Εκεί που βλέπεις τα δόντια μου στο γέλιο, αρχίζω να γρυλίζω.

Στην πολυκατοικία έχουν όλοι υπάρξει εχθροί και φίλοι μου. Αναβοσβήνουν όπως τα παράθυρα της πόλης τη νύχτα. Τους έχω αγαπήσει, τους έχω μισήσει όλους. Σαν φρούτα τους τρώω και τους φτύνω. Τι σημασία έχει, θα μου πείτε, πώς δεν έχει σημασία, θα σας πω. Μια μέρα αποφάσισα να βγάλω το φελλό και πλοπ! το μίσος κύλησε ποτάμι και δεν κούνησα ούτε ένα δαχτυλάκι για να το σταματήσω. Η ορχήστρα έπαιζε, ο μαέστρος είχε κρυφτεί πίσω απ’ το θάμνο. Πώς τα λες έτσι, καημένε, λέει η κυρία Ζίνα και γελάει. Το ‘χει συνήθειο να γελάει όταν μιλάω μόνος μου. Καθόμαστε στο ζαχαροπλαστείο, παραγγέλνει μια πάστα και με έχει στην απέναντι καρέκλα σαν τρανζιστοράκι. Της λέω τις ειδήσεις, τον καιρό, τα νέα της πολυκατοικίας. Τη συμπαθώ προς το παρόν, αν και ανακάλυψα πρόσφατα έναν ελαφρύ παφλασμό που κάνει με τα χείλη, ένα πλοτς την ώρα που το κουταλάκι ξεφορτώνει την πάστα ανάμεσα στα δόντια, που μπορεί να γίνει ο τάφος της φιλίας μας. Έχω βριστεί για πολύ πιο ασήμαντους λόγους. Αφήστε, ξέρω, το έχω ξαναδεί το έργο. Η κυρία Ζίνα, που τώρα μου φαίνεται τόσο συμπαθητική, θα γίνει ένα τέρας. Τα ποδαράκια της, που ανεμίζουν σαν σημαιούλες μπρος - πίσω στην καρέκλα, θα σημάνουν τον τερματισμό. Γεια σου Ζίνα κι άει στο διάολο. Ακόμα και τα νύχια της μπορεί να μισήσω, το γαμψό σχήμα, το περλέ τους χρώμα, τη λάμψη τους στον ήλιο. Ακόμα και την τσάντα της, την τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα δίπλα στο πιατάκι, όλα μπορεί να τα μισήσω. Θα είναι σαν να ανοίγουν διάπλατα οι ουρανοί και θέλουν να φαν τη Ζίνα, να φαν τη Ζίνα, δεν έχει ελπίδα η Ζίνα, πρέπει να χαθεί. Θα τη φαντάζομαι μαχαιρωμένη τη Ζίνα, να έχει πέσει πάνω στην πάστα, να την έχει κάνει λιώμα, το κουταλάκι να της έχει μπει στο μάτι, ο αέρας να κουνάει τα μαλλιά της κι αυτό είναι θλιβερό, γιατί οι νεκροί είναι ακίνητοι και είναι θλιβερό να κουνιούνται τα μαλλιά ή τα ρούχα τους. Σαν αυτοκίνητο που του σβήνεις τη μηχανή και συνεχίζει να κυλάει. Θα βάλω τα κλάματα και δεν θα είναι η πρώτη φορά, η Ζίνα θα σκουπίσει το στόμα της, έλα, θα μου πει, πάμε, ίσως δεν έπρεπε να μείνεις τόση ώρα μακριά απ’ το σπίτι σου, φαντάστηκα ότι θα σου έκανε καλό ο ήλιος. Και δεν θα έχει ήλιο, μπορεί μάλιστα να βρέχει, έτσι θα το πει η Ζίνα, γιατί ξέρει. Αν δεν μισήσω τον ήλιο, θα μισήσω εκείνη.


(δημοσιεύτηκε στο Τεφλόν, τεύχος 10)

1 σχόλιο:

aerosol είπε...

Εγώ δύσκολα ξε-μισώ τους εχθρούς μου και ζήλεψα λιγάκι. Όχι κακά ή φθονερά, καθόλου! Ζήλεψα λίγο θλιμμένα.