29.3.13

Το καράβι για την Κέρκυρα πάντα το βαριόμουν, ήταν κι αυτή η τεράστια βαλίτσα που έσερνα, από τις πολλές διαδρομές είχαν φθαρεί όλες οι ρόδες. Κι όμως, από τη στιγμή που ανέβαινα στο πλοίο και καθόμουν να πιω μια μπίρα στο σαλόνι, ένιωθα απέραντη ανακούφιση που είχα αποφασίσει να γλιτώσω από την κατάρα του κτελ. Το χειμώνα το καράβι ήταν άδειο, εντελώς άδειο, έμοιαζε με ναυάγιο, τόσο που περπατούσα στους στενούς του διαδρόμους και φανταζόμουν ότι ξαφνικά θα μου έφραζε το δρόμο κάποια μορφή με γουρλωμένα μάτια, που θα αιωρούνταν τουμπανιασμένη στον αέρα. Ήμουν μικρή τότε, στα φοιτητικά μου χρόνια, η ζωή ήταν σαν την μπίρα στην αρχή της, άφηνε πολύ αφρό στα χείλη. Ιδωμένο από μια σκοπιά, το ταξίδι Πάτρα-Κέρκυρα-Ανκόνα είχε κάτι το εξωτικό, τα παπούτσια μου που βυθίζονταν στις παχιές μοκέτες, η μουσική που έπαιζε για κανέναν, οι ναύτες με τις στολές, οι δαιδαλώδεις διάδρομοι, εγώ που βρισκόμουν εκεί, μια κόκκινη κουκκίδα σε ένα περίπλοκο διάγραμμα, πάντα μόνη, γιατί ήταν χειμώνας, το καράβι τεράστιο και ο λιγοστός κόσμος, κυρίως φορτηγατζήδες και νταλικιέρηδες, εξαφανιζόταν στις καμπίνες γύρω στα μεσάνυχτα. Ήταν η εποχή που για οικονομία δεν έπαιρνα καμπίνα. Λούφαζα πάνω σε κάποιον καναπέ, έριχνα πάνω στο κεφάλι το παλτό μου και προσπαθούσα να κοιμηθώ.


Με είχε δει ο άνθρωπος να στριφογυρίζω κάτω απ' το παλτό τουρτουρίζοντας και με λυπήθηκε. Θα σε πάω να κοιμηθείς στο μπέμπι ρουμ, μου είπε. Έλα μαζί μου. Ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας, λογιστής στο πλοίο, όπως μου είπε στο δρόμο για το "μπέμπι ρουμ". Ανεβαίναμε σκάλες, κατεβαίναμε σκάλες, ξανανεβαίναμε σκάλες, ξανακατεβαίναμε σκάλες, στρίβαμε δεξιά, στρίβαμε αριστερά, το βρίσκεστε εδώ άλλαζε συνέχεια θέση. Στο δρόμο δεν συναντήσαμε κανέναν. Όταν φτάσαμε, ξεκλείδωσε την πόρτα, μου είπε ότι δεν έπρεπε κανείς να μάθει πως ήμουν εκεί, για αυτό δεν θα άναβε το φως, και έφυγε.

Μόλις με είχε πάρει ο ύπνος με το παλτό ριγμένο πάνω μου, όταν άκουσα έναν θόρυβο. Άνοιξα τα μάτια μου και στο ημίφως διέκρινα τη μεγαλόσωμη φιγούρα του. Γιατί είχε ξαναγυρίσει; Γιατί είχε πει ότι δεν έπρεπε κανείς να μάθει ότι ήμουν εκεί; Ξανάκλεισα τα μάτια μου - μια παράλογη πεποίθηση πως όταν κοιμάσαι, εξαιρείσαι από τα δυσάρεστα της ζωής. Ο λογιστής πλησίαζε με αργά βήματα. Όταν έφτασε από πάνω μου, ένιωσα μια ελαφριά ριπή αέρα και τη ζεστασιά μιας κουβέρτας.

Το επόμενο πρωί ήρθε και με ξύπνησε, λιτά είναι η λέξη που μου έρχεται, θέλω να πω χωρίς να περιμένει ευχαριστώ, χωρίς να περιμένει τίποτα, φαινόταν αυτό γιατί απλώς ήρθε και με ξύπνησε. Ήταν η εποχή που αμφισβητούσα την αγάπη, πίστευα πως δεν υπάρχει αγάπη, πως υπάρχει στο λεξικό μόνο σαν ήχος και μορφή, μια κούφια λέξη. Και ίσως ακριβώς σε εποχές αμφισβήτησης, εποχές κάποιου σκότους, να εμφανίζονται οι άνθρωποι που λειτουργούν σαν αρθρώσεις συνδέοντας μέρη διαφορετικά. Αυτοί χαράζουν το όριο, αυτοί σε ξυπνάνε το πρωί σε ένα άλλο έδαφος.

8 σχόλια:

δύτης των νιπτήρων είπε...

Μπα! ίδιες αναμνήσεις έχουμε βλέπω. Αλλά εμένα δεν με σκέπασε ποτέ κανένας λογιστής γμτ.

Ανώνυμος είπε...

εδώ μάλλον δεν ισχύει το "talking with taxman about poetry"

KKM

kovo voltes... είπε...

Κοίτα να δεις πώς μεταμορφώνεται μια εικόνα και εκεί που φοβήθηκα για κάτι άσχημο, τελικά ήταν κάτι τρυφερό. Ναι, υπάρχουν όλα αυτά ακόμη. Και θα υπάρχουν...
*ωραίο ταξίδι

Ανώνυμος είπε...

Περνώ συχνά.... κοιτάζω αν γράψατε κάτι καινούργιο...όταν ο "κρυφός" μου πόθος γίνεται πραγματικότητα, είναι λες και ανταμοίβομαι με το αντίθετο…. Σήκωσα ένα συστημα (όπως θα'λεγε η μάνα μου)…δεν το διαβάζω, το δώρο, το κρατάω, το φυλάω για αργότερα, λες και πρόκειται για το τελευταίο κομματάκι σπιτίσιας λιχουδιάς.
Ο φόβος, ο μεγαλύτερος, (που πλησίασε τουλάχιστον τρεις φορές, τουλάχιστον όπως τον διαισθάνθηκα εγώ στο πρελθόν) ότι θα μας αφήνατε στο έλεος των ανθρώπων, χωρίς τις λέξεις σας… Έτσι σαν σκιόυρος τις μαζέυω όλες στα μάγουλά μου…έχουν γίνει τεράστια. Τις γεύομαι αλλά δεν τις καταπίνω… και να με πνίξουν, τι; Καλύτερος θάνατος δεν υπάρχει.
Γεια στα χέρια σας.

Ανώνυμος είπε...

Αλλά δειξατε και σεις
τόση αθωότητα και τόση εμπιστοσύνη;!

ou ming είπε...

Μπορείς να σκεπάσεις εσύ έναν λογιστή, δύτη. Αργότερα θα σε θυμάται αυτός.

ΚΚΜ, πρέπει να ομολογήσω ότι αν είχα το βιβλίο εκείνη τη νύχτα, θα το χρησιμοποιούσα για να μου κρύβει το φως να κοιμηθώ.

kovo voltes, υπάρχουν, αλλά φανερώνονται στους αθώους και τους εύπιστους, όπως λέει ο/η ανώνυμος/η παρακάτω.

Ανώνυμε/η (6:35), αυτό το σύστημα που σηκώνουν οι σκίουροι είναι καταπληκτικό.

Ανώνυμε/η (12:55), έχετε δίκιο. Τώρα φαίνεται και σε εμένα πολύ περίεργο.

άπιαστος λέιζερ είπε...

Κρίμα να μην είχαμε κοινά λιμάνια. Γιατί στα δικά μου φοιτητικά ταξίδια στα καράβια, όλα τα χρόνια κυκλοφορούσα στους διαδρόμους με μια πείνα για βλέμματα με υποψία έρωτα, ο,τι έρωτα.
"Τώρα κάτι θα συμβεί, κάτι θα συμβεί".
Και μετά κοιμόμουν στα πατώματα.

sunCoater είπε...

Οι αρθρώσεις. Τι ωραίο που είναι ανθρώπινες κι όχι απλές πόρτες ή σκέτο ύπνος ή ένα κερδισμένο εισιτήριο.
Σα γλυκό παραμυθάκι ρέει το κείμενο. Αλλά άμα το διαβάζω θα αλλάζω το "για οικονομία δεν έπαιρνα". Οι πιστοί του καταστρώματος νομίζω έχουν άλλους λόγους.