7.5.12


Μπορώ να το πω πια στα σίγουρα. Μια γαλλική μυτούλα μπορεί να σου αναστατώσει τη ζωή. Τη δική μου δηλαδή. Ήταν τόσο χαριτωμένη, τόσο χαρούμενη, τόσο πρόσχαρη, τόσο ανέμελη. Και τόσο φυσιολογική. Την υπογράμμιζε ένα μόνιμο γέλιο, από αυτά που γέρνει το κεφάλι πίσω, που πέφτουν τα μαλλιά στην πλάτη, από αυτά που ονομάζουν γάργαρα. Μπήκε στο μαγαζί εντελώς τη λάθος ώρα. Όλη μέρα προσπαθούσα να σηκώσω τη διάθεσή μου, μια μπλεκόταν η καλούμπα, μια δεν φύσαγε καλά. Αυτό, σκεφτόμουν, δεν θα το πετύχω ποτέ: αβίαστες οι κινήσεις, δεν υπήρχαν κόμποι στις χαιρετούρες με τους θαμώνες, με όλους μιλούσε, με το ίδιο γάργαρο γέλιο, με τα ίδια μαλλιά στην πλάτη. Κολλημένος στο τζάμι συρρικνωνόμουν, τα κόκαλά μου σαν τηλεσκοπικά, συμπτύσσονταν.

Έναν μήνα αργότερα καθόμουν νύχτα σε ένα πεζούλι απέναντι από τον ψηλό τοίχο του νοσοκομείου και κοίταζα το φωτισμένο παράθυρο του κλιμακοστασίου. Ήξερα τη σκάλα από μέσα, είχα μάθει τα κρεβάτια, τους θαλάμους, τους γιατρούς, τους επισκέπτες. Αν σε δεχτούν σε αυτό το κτίριο, δεν χρειάζεται πια να πηγαίνεις τη Δευτέρα στη δουλειά, τα γένια δεν πειράζει αν μεγαλώνουν, τα μαλλιά αν είναι αχτένιστα, αν υποδέχεσαι τους συγγενείς με τις πιτζάμες σου ή κοιμισμένος. Σε αυτό το κτίριο δεν πειράζει που δεν είσαι ευτυχισμένος και στις γαλλικές μυτούλες κρεμάνε τους ορούς.

Δεν την μπορώ την άνοιξη, αυτή είναι η αλήθεια. Και το συμβάν -έτσι ονομάστηκε- έγινε άνοιξη. Τότε που τα χορτάρια φυτρώνουν σαν τα γένια του ναυαγού και τα μαμούνια τρέχουν ασυντόνιστα. Είχα διπλώσει τα χέρια στο στήθος, περπατούσα πάνω-κάτω στο διάδρομο και έψελνα. Μάλιστα κάνει ένα τσάκισμα ο διάδρομος, μια γενναία στροφή, μια γωνία ενενήντα μοιρών, που σου κρύβει όλη την ορατότητα. Έψελνα και εκεί στη στροφή με παραμόνευε η μάνα μου κι ο άντρας της. Δεν τους πήγαινε να με πιάσουν, γιατί αν με έπιαναν θα έπρεπε κάτι να με κάνουν. Εκεί στη στροφή λοιπόν με περίμενε το πιο απίθανο ντοκιμαντέρ: σε αγαπάμε, μου έλεγαν χωμένοι μέσα στα παλτά κάτω από την κρεμάστρα. Δυο ζώα της ζούγκλας κρυμμένα μέσα στους θάμνους έκλαιγαν και μου έλεγαν σ' αγαπώ όταν πλησίαζα, ναι, αγάπη, αγάπη, μόνο αγάπη, έψελνα κι εγώ δυνατά και σήκωνα τα χέρια ψηλά, έψελνα γάργαρα και χωρίς κόμπους, και περπατούσα σκίζοντας τον αέρα με την ωραία μου μύτη.

Αυτό ήταν το συμβάν - έτσι ονομάστηκε. Μετά από αυτό μπήκα στο νοσοκομείο. Και κοίτα να δεις τι γινόταν με τα φάρμακα που μου έδιναν. Με έπιανε μια στεναχώρια και, ενώ ξεκινούσε σωστά, με όλο το βάρος και το πλάκωμά της, στην πορεία έπαιρνε λάθος δρόμο, έφτανε σε κάποιο απόμερο νεύρο που δεν κατέληγε πουθενά και τελικά δεν την ένιωθα. Στο τέλος δεν την ένιωθα. Τα χάπια είχαν ξεκοκαλίσει ολόκληρο το νευρικό μου σύστημα, είχαν εντοπίσει όλα τα αδιέξοδα νεύρα και έστελναν τις στεναχώριες στο χείλος του γκρεμού. Κι εκεί, στο χείλος του γκρεμού, ένα μακρόστενο χαπάκι σαν δαχτυλάκι τούς έδινε μια και πέφταν.

Είναι περίεργη εποχή η άνοιξη. Αν δεν ανθίσεις, σου πιάνει το κεφάλι και σου το χώνει βαθιά μέσα στο χώμα. Και όλα αυτά που θα συμβούν εκεί βάζουν την υπογραφή τους, αφήνουν το ίχνος τους. Τι σημασία έχει αν το ίχνος είναι ένα φύλλο ή ένα πέταλο, δεν είναι εύκολο πράγμα να σε πιάνει μια εποχή στα χέρια της. Κάτι φυσικό, εννοώ. Μια καταιγίδα, μια τρικυμία, ένας σεισμός, μια εποχή. Σε αρπάζει στον αέρα, σου σπάει όλα τα κόκαλα. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό, να σε βάζει στο μάτι ένα χρονικό φαινόμενο και να αρχίσεις ξαφνικά να ψέλνεις μέσα στο σπίτι, ενώ δεν είχες ποτέ επαφή με αυτά τα πράγματα. Ούτε με εκκλησίες, ούτε με ψαλμούς, ούτε καν ένα αγαπημένο τραγούδι δεν είχες σφυρίξει. Σαν να κρίνεται απαραίτητο όμως να απομακρυνθείς για λίγο από τον εαυτό σου. Μπορεί για παράδειγμα να αρχίσεις να φοράς παρδαλά ρούχα. Ρούχα που ποτέ σου δεν φορούσες. Μπορεί να ξυρίσεις τα μαλλιά σου. Να αρχίσεις να βρίζεις. Να φιλάς τον κόσμο στο δρόμο. Οτιδήποτε σε σπρώχνει μακριά από τον εαυτό σου είναι ευπρόσδεκτο. Και παρόλο που πολλοί θα το ονομάσουν αυτό τρέλα, είναι απολύτως απαραίτητο για να μην τρελαθείς.

Θα πει κανείς, δεν μπορεί να σε ρωτάνε τι θα έπαιρνες μαζί σου σε ένα έρημο νησί και εσύ αντί για νερό και κονσέρβες να πεις τα κιάλια μου για να χαζεύω τους γλάρους. Κι όμως. Κι αυτό το λέω μετά από ώρες στριφογυρίσματος στο κρεβάτι. Το σεντόνι γινόταν κόμπος, φιόγκος και ξανά από την αρχή. Έμπαινε η νοσοκόμα στο θάλαμο και μου το ίσιωνε, μου έβαζε το θερμόμετρο στη μασχάλη και σκεφτόμουν πώς με τόση σκέψη δεν πυρώνει το θερμόμετρο, δεν ξέρω. Θέλω να πω, τα βασικά κάποιες φορές καταργούνται. Ακόμη και ο εαυτός σου. Χρειάζονται άλλα πράγματα. Κάνεις βόλτες στην προκυμαία με τη ζακετούλα σου στα χέρια και χαζεύεις τις βάρκες που λικνίζονται στο νερό. Κι όταν πιάνει το απογευματινό αεράκι, σε βρίσκει ξαπλωμένο να χτενίζεις την άμμο με τα δάχτυλα, να φτιάχνεις σχήματα και πού και πού φτάνει ο κόμπος στο χτένι: ένα όστρακο, ένα κοχύλι, ένα μικρό βότσαλο φρακάρει ανάμεσα στον δείκτη και τον μέσο και πάει το κρύο, πάει η ζακέτα, τα ξέχασες. Πάντα υπάρχει μια λύση κι όχι μια λύση για να αντέχεις, μια λύση για να χαίρεσαι. Πρέπει να το είπαν οι γιατροί αυτό, δεν θυμάμαι. Είχαν ανοίξει το καπό του κεφαλιού μου και με μαστόρευαν. Μεγαλύτερη δόση από αυτό, μικρότερη από το άλλο, κόψε αυτό, πάρε το άλλο. Έτσι το πήγαμε αρκετές μέρες. Τι κάνετε, πώς είστε, με ρωτούσαν. Καλά, εσείς, ευχαριστώ, απαντούσα. Όχι, αλήθεια τι κάνετε, πώς είστε, έλεγαν. Άκου. Νόμιζαν πως ήξερα. Ένα τεράστιο μαχαίρι άπλωνε καθημερινά το βούτυρο στη φέτα, το ίσιωνε καλά καλά κι ακόμη καλύτερα. Μια πεδιάδα τρομερή, τίποτα δεν εξείχε. Πώς πρέπει να είμαι, τι πρέπει να νιώθω, ρώταγα και τότε με έπιασε ένας γιατρός και μου είπε να πάψω πια να κυνηγάω τον εαυτό μου με όλα αυτά τα πρέπει. Να πάψω να τον στριμώχνω στη γωνία, να πάψω να τον απειλώ με μια παντόφλα μυτερή κι εκείνος να σηκώνει τα χέρια ψηλά.

Τώρα περνάω τις μέρες μου ελεύθερος. Ελεύθερος σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να βιάζομαι. Ότι τα κάνω όλα με το πάσο μου. Θέλω να χουζουρέψω; Θα χουζουρέψω. Θέλω να πίνω τον καφέ μου με τις ώρες; Θα το κάνω. Θέλω να βγω βόλτα στη λιακάδα; Κι αυτό θα το κάνω. Δεν θα το σκεφτόμουν ποτέ από μόνος μου. Αλλά το είπαν οι γιατροί. Να μην πιέζομαι, είπαν. Έπιασαν το χρόνο, τον ξεχείλωσαν, του πάτησαν μια στρογγυλή σφραγίδα και μου τον ξαναέδωσαν. Επισήμως πια τα κάνω αργά τα πράγματα. Τις προάλλες περίμενα στο μετρό. Μια στεκόμουν μπροστά τους χάρτες με τις διαδρομές και τους διάβαζα, μια χάζευα τον κόσμο. Ήρθε ο συρμός, άνοιξαν οι πόρτες -δεν βιάστηκα- έκλεισαν οι πόρτες. Έφυγε ο συρμός, τον ρούφηξε το τούνελ με έναν βρυχηθμό. Έμεινα μόνος μου στην αποβάθρα. Μόνος εγώ και το πάσο μου.

Θα γίνω φυσιολογικός κάποια μέρα. Θα μπαίνω στο μετρό με τη σωστή ταχύτητα και δεν θα με απειλούν οι γαλλικές μυτούλες, δεν θα με στοχεύουν τα ρουθούνια σαν δίκαννο. Μέχρι τότε θα κάνω βόλτες με τη ζακετούλα μου στα χέρια και όταν πιάνει το απογευματινό αεράκι, θα τη φοράω και θα κάθομαι στο παγκάκι κάτω απ' το σπίτι μου. Θα έρχεται ο Σάββας, ο σκύλος, και θα χώνει τη μουσούδα του στο χέρι μου, θα νιώθω τα μουστάκια του στην παλάμη μου. Ύστερα θα σηκώνει το κεφάλι και θα με κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια περιμένοντας να πω την κοινή μας λέξη. Κι όταν θα του λέω κάτσε, αμέσως θα κάθεται και θα μου δίνει το μπροστινό του πόδι - ένας τριχωτός περιπτεράς που απλώνει το χέρι του στον κόσμο, χωρίς περίπτερο, χωρίς να παίρνει χρήματα, προσφέροντας τη θερμοκρασία του με αγάπη, αγάπη, μόνο αγάπη, πριν φύγει σκίζοντας τον αέρα με την ωραία του μύτη.

8 σχόλια:

Takis X είπε...

Νιωθω οτι ψηλωσα λίγο.Λίγο περισσότερο απο το κανονικό. Σαν τα δεντρα στα παραμυθια.Υπέροχα

Περαστικός είπε...

Τι να πει ένας αναγνώστης όταν του προσφέρεις ένα τέτοιο κείμενο; Ευχαριστώ! Είναι κρίμα που η γραφή σου δεν έχει βρει ένα μεγαλύτερο κοινό, όταν αναδεικνύονται τόσοι άλλοι.

karagiozaki είπε...

τι να σχολιάσει κανείς, όταν διαβάσει αυτές τις λέξεις, όταν γνωρίσει αυτές τις σκέψεις;

σιωπή.
καλημέρα :)

Ανώνυμος είπε...

Αχ, μακάρι να γίνω κι εγώ φυσιολογικός κάποτε. Ή αφύσικος. Μακάρι να γίνουμε όλοι κάτι, κάποτε. Μακάρι να μπαίνω εδώ και να διαβάζω τέτοια και άλλα και ό,τι θέλετε εσείς. Στα καλά αφήνεσαι, να ξεχειλώσουν το χρόνο για πάρτη σου.

lemon είπε...

Αχ βρε Ου, αχ. Πως τα καταφέρνεις και περιγράφεις πάντα το πιο φυσιολογικό-αυτό που έχουμε μέσα στο μυαλό μας κι όχι αυτό που βρίσκεται απ'έξω μας.

Παπαρούνα είπε...

τσακισμένη στροφή, με τσάκισες. πρέπει, πρέπει να ξαναεφεύρουμε τον χρόνο.

ουνσιενανταλου είπε...

βρεθηκε ο χαμενος χρονος και χαθηκαν τα υπολοιπα μ αυτο για λιγο. πολυ τον ενοιωσα ομως και να δεις καλα θα πανε ολα για αυτη τη γαλλικη μυτουλα ομως δεν ξερω

bebop είπε...

Οι λέξεις σε αγαπάνε