Δεν χρειάζομαι πια σε αυτόν τον κόσμο, έλεγε. Ένα άχρηστο εξάρτημα είμαι, μια καμινάδα σε ένα τραπέζι. Δεν χρειαζόταν πια σε αυτό τον κόσμο, ήταν αλήθεια. Και δεν μπορούσε ούτε μια στιγμή να χαρεί με την ελάχιστη ψευδαίσθηση πως σε κάτι ήταν χρήσιμος, να, να ρίχνει ένα ποτήρι νερό σε ένα γλαστράκι - ούτως ή άλλως δεν το έκανε πια. Απλώς κοιμόταν και ξυπνούσε, άνοιγε τα μάτια του το πρωί και τα έκλεινε το βράδυ σαν να ήταν η πόρτα ενός μαγαζιού που βάραγε μύγες.
Μην χάνεστε. Κοντεύει χρόνος τώρα που βαράω μύγες δω μέσα...
ΑπάντησηΔιαγραφή<3
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα σε διαβάζουμε συχνότερα! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήμας έλειψες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσο χαίρομαι που σας ξαναβλέπω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΛαικ <3
ΑπάντησηΔιαγραφήΡίχνετε νερό και σε αυτό το γλαστράκι παρακαλώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠερνάμε και το καμαρώνουμε ακόμα, μυρίζουν και τ' ανθάκια, ωραία είναι!