12.12.08

Το θυμόμουν αμυδρά αυτό:
στις μικρές πόλεις μού άρεσε πάντα να διαβάζω.






Βρίσκομαι σε ένα νησί του Ανατολικού Αιγαίου. Φιλοξενούμαι σε ένα παλιό αρχοντικό, μοιρασμένο με γυψοσανίδες στα τέσσερα, για φοιτητές και στρατιωτικούς. Εμείς έχουμε την κουζίνα και ένα μέρος του διαδρόμου. Η τουαλέτα ψηλοτάβανη, χωρίς παράθυρο, τυφλή. Όποιος τη χρησιμοποιεί, ολοκληρώνει την επίσκεψη ανάβοντας ένα σπίρτο. Ανοίγει η πόρτα, μυρίζει μπαρούτι.





Με το που έφυγα, άρχισαν τα επεισόδια. Η Αθήνα καίγεται, μας το είπαν απ' το τηλέφωνο. Περπατούσαμε στην απόλυτη ερημιά εκείνη τη στιγμή, μέσα στο σκοτάδι, πηγαίναμε βόλτα ανάμεσα στις ελιές τα τρία σκυλιά της Π.: ένα μεγάλο ποιμενικό, ένα γκριφόν κι ένα μικρό τσιουάουα. Σαν τους δείκτες του ρολογιού είναι αυτά τα σκυλιά, είπα στη Φ. -οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα. Και πράγματι, το μικρό έτρεχε σαν τρελό, το μεσαίο έτρεχε λιγότερο και το μεγάλο περπατούσε αργά. Η Αθήνα καίγεται, μας είπαν όταν επιστρέψαμε στο σπίτι και καθίσαμε γύρω από το τζάκι να πιούμε τσάι με κανέλα και γαρύφαλλο.





Η ζωή εδώ μου φαίνεται οικεία, κατεβαίνει σαν καλοβουτυρωμένη μπουκιά. Δύσκολα μπορώ να φανταστώ να θέλει κάποιος να καταστρέψει αυτό το περιβάλλον, αυτόν το ρυθμό. Ό,τι βλέπεις δεν μπορεί να μην βρει μια όμορφη αντιστοιχία μέσα σου. Αυτή είναι η σφαίρα που μπορεί να σε πετύχει εδώ.





Περπατάω στην πόλη μετά τα επεισόδια. Έχει πέσει η νύχτα στο λιμάνι. Τρυπώνω σε ένα στενό, μακριά από τις φωταψίες των Χριστουγέννων. Μέσα σε ένα περίπτερο μια γυναίκα κι ένα κορίτσι στριμωγμένες βλέπουν τηλεόραση. Στο απέναντι καφενείο οι γέροι σπαρμένοι αραιά πάνω στις καρέκλες βλέπουν τηλεόραση. Κάνει κρύο, κουμπώνω το παλτό μου μέχρι τα αυτιά. Μπαίνω σε ένα μαγαζί, παραγγέλνω ένα ποτήρι κρασί. Ο διπλανός μου λέει στον υπάλληλο: άνοιξε την τηλεόραση. Λίγο πριν, έξω από το περίπτερο, ένας σκύλος δάγκωνε ένα χάρτινο ρολό και το έσπρωχνε σε όλη την πλατεία. Παρακάτω μαζεμένο πλήθος, η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη. Δύο τσακώνονται, οι υπόλοιποι ακούνε, κάποιοι προσπαθούν να τους χωρίσουν.





Κάνω βόλτες στην ξένη πόλη, χώνομαι στα σοκάκια, στα στενά, σχεδόν ξεχνάω πού ήμουν, τι έκανα πριν.

Στους δρόμους

παλιοί γνωστοί






άγνωστοι στις συγκεντρώσεις



στους δρόμους

η οργή



και η συμπόνοια





Κλειδωμένη στη μακρόστενη τουαλέτα το πρωί ετοιμάζομαι να ανάψω ένα σπίρτο, όταν διαβάζω αυτή τη φράση του Μαλρό:

la vie ne vaut rien, mais rien ne vaut la vie
η ζωή δεν αξίζει τίποτα, αλλά τίποτα δεν αξίζει όσο η ζωή







8 σχόλια:

jorge είπε...

φαίνεται πως πέρασες όμορφες μέρες, χαίρομαι πολύ γι' αυτό!

χόρχε σαλόν :)

ε είπε...

την επομενη φορα να με παρετε μαζι σας αγαπητη ου.

happypepper είπε...

Πολλούς χαιρετισμούς στην αγαπημένη πόλη.
Θα μας χαρίσεις τον τίτλο από αυτό που διάβαζες;
Καλημέρα.

Coco είπε...

κι εδώ σαν WC μπαρουτοκαπνισμένο έχει γίνει

Ιφιμέδεια είπε...

Όμορφη η Λέσβος.

Με συγχωρείτε για την ερώτηση: γιατί το σπίρτο στην τουαλέτα;

ou ming είπε...

Καλημέρα χόρχε σαλόν!

ε, εννοείται, ε.

happypepper, αυτή η φράση αναφερόταν στο βιβλίο "Μήπως;" της Μ. Καραπάνου και της Φ. Τσαλίκη.

Coco, χθες που κατέβηκα στο κέντρο δεν είδα τίποτα σπουδαίο πάντως. Πρέπει να ανέλαβε δράση ο Αλογοσκούπης.

Ιφιμέδεια, πολύ όμορφη. Το σπίρτο -νόμιζα ότι ήταν γνωστό αυτό- εξαφανίζει τις οσμές, που θα έλεγε και η διαφήμιση.

Ανώνυμος είπε...

Oli i trella tis Polis prepei anangastikà na exafanistheì otan eisai sto nisì... Tsakononte skylià kai anthropous, ma telikà ola teleionoun tin nychta....

Ανώνυμος είπε...

Γεια σου ρε Μυτιλήνη!