(...) Και πάντα όταν τον έβλεπα να έρχεται μετά από τα διαστήματα που χανόταν, τα πόδια του, το τζιν να πλέει γύρω τους, τον κοίταζα καθώς με πλησίαζε στην πλατεία που δίναμε ραντεβού και αναρωτιόμουν πώς ζούσε τόσο καιρό, τι έκανε, αν έβγαινε ποτέ απ' το σπίτι του. Και όταν έφτανε μπροστά μου και μου έδινε το φιλί στο μάγουλο, ήταν φρεσκοξυρισμένος, είχε τελειώσει αυτό, πρόσεχε πια τον εαυτό του κι ας ήταν άσπρος σαν χαρτί. Καθόμασταν μετά σε ένα καφέ, φαινόταν υπερπολυτελές σε σχέση με εκείνον, πώς ανεβάζεις έναν ναυαγό στο καράβι και τον βάζεις στο σαλόνι της πρώτης θέσης. Έπιανε τα χαρτάκια του, τον καπνό του, καθόταν σκυφτός και σταυροπόδι, ύστερα έχωνε ένα φιλτράκι στα χείλια και μιλούσε για λίγο ακατάληπτα. Σαν γέρος που του λείπουν δέκα δόντια. Κάποια στιγμή ερχόταν ο καφές, άναβε το τσιγάρο, σήκωνε το κεφάλι και με κοίταζε με δυο μάτια που έμοιαζαν με δαρμένα σκυλιά.
2 σχόλια:
Να πάτε αυτή τη σκηνή στον Τζάρμους, να σκίσει τα πτυχία του.
Ναι, un certain plume. Θα γινόταν μεγάλη επτυχία. Το καλύτερο σημείο είναι εκεί που περπάταγε.
Δημοσίευση σχολίου