Όλα σαν κλίματα ή τόποι
Ήταν ελεύθερος επαγγελματίας. Κάθε μέρα σηκωνόταν και έβγαινε για κυνήγι. Έπρεπε να εξασφαλίζει την τροφή του κάθε μέρα. Όταν έβρισκε πολύ φαΐ, καθόταν και το έτρωγε όλο ή έκρυβε το περίσσευμα σε κάποια τρύπα. Κάποτε περνούσε εποχές ξηρασίας, εποχές δύσκολες και κρύες. Πεινούσε και υπέφερε περιμένοντας να γυρίσει ξανά η τύχη του. Κι ενώ στην αρχή τον παρέλυαν το άγχος και η αβεβαιότητα, σιγά σιγά ανακάλυπτε πόσο κοντά στη φύση του ήταν. Ήξερε ότι υπήρχαν τα ζώα του ζωολογικού κήπου με την τροφή την τόσο εξασφαλισμένη, που του θύμιζε πιάτα που τρέχουν πάνω σε ράγες μέχρι τα βάθη του ορίζοντα. Όμως, για εκείνον τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να τα σκέφτεται σαν κλίματα ή τόπους. Η διάθεσή του, έλεγε τότε, ήταν μια πτήση πάνω απ' το Γκραντ Κάνυον. Ξαφνικά, σταματούσε στο χείλος του γκρεμού κι από κάτω σιωπηλά, απόκρημνα φαράγγια. Εκείνη την εποχή άρχισε να υποπτεύεται σοβαρά κάποια πράγματα, έμοιαζε με την ώρα ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο, σαν να αναδύεται κανείς από τα έγκατα της γης στο φως. Εκεί, στο μέσον της ζωής του, η σανίδα άρχισε να λυγίζει. Κι ενώ πάντα ήταν άνθρωπος συγκρατημένος, το στόμα του γέμισε ξαφνικά βρισιές. Για πρώτη φορά του φάνηκε πως αυτή ήταν η πραγματική του φύση, τόσα χρόνια κρατιόταν, θα γινόταν καλός άνθρωπος, αυτός ήταν ο στόχος, όμως αυτά δεν γίνονται. Ναι, ήταν σίγουρος· αυτά δεν γίνονται. Πρώτη φορά το ένιωθε, έτρεχε στη ζούγκλα και πάλευε με τα κύματα κι αυτό δεν ήταν κακό, αυτό δεν άλλαζε, αυτό ποτέ δεν θα άλλαζε, ας το ζούσε μέχρι τα μπούνια, ας το ζούσε μέχρι το κόκαλο.
Έλιωνε τα δάχτυλά του κάθε μέρα στη γραφομηχανή, τα μάτια του ακτινογραφούσαν τα κόκαλα, τα έβλεπε να φθείρονται κάθε μέρα, τους χόνδρους και τις κλειδώσεις, τους τένοντες να ξεχειλώνουν, να κρέμονται σαν παλιά κορδόνια. Μετρούσε πόσες κινήσεις έκανε. Πόσες κινήσεις έκανε για την εφορία. Πόσες κινήσεις γίνονταν πυροτεχνήματα σε σπάταλες κρατικές εκδηλώσεις, όπου κοίταζε τα δάχτυλά του να καίγονται φαντασμαγορικά στον νυχτερινό ουρανό. Την ίδια εποχή οι οικονομικές του δυσκολίες τον ανάγκασαν να μετακομίσει στο πατρικό του σπίτι. Εκεί τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ο παππούς του που έμενε στο ισόγειο είχε πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο. Κι ενώ πάντα σκεφτόταν πως όταν ο παππούς του πέθαινε, το σπίτι θα έμενε κουτσό, ακούμπησε τη βαλίτσα του στο παλιό του δωμάτιο και σκέφτηκε πως πατούσε ένα καμένο δάσος και πως αυτή ήταν η μεγάλη ευκαιρία: να φυτρώσουν ξανά όλα από την αρχή, να καλυφθεί το μαύρο έδαφος με χόρτο. Το σπίτι ήταν ένα κτίσμα ετοιμόρροπο κι αφημένο στον καιρό. Με τους γονείς του δεν είχε αλλάξει τίποτα, παρέμεναν δυο φιγούρες που κινούνταν μέσα στο χώρο σαν καλολαδωμένοι μηχανισμοί. Αυτό που είχε αλλάξει ήταν ότι κάθε σούρουπο μαζεύονταν στην αυλή -τη γεμάτη ασφυκτικά με τα σκουριασμένα γρανάζια και τα καδρόνια που συνέλεγε ο πατέρας του από τα σκουπίδια- οι χήρες της γειτονιάς. Κάθονταν η μία δίπλα στην άλλη, ακουμπούσαν τα φλιτζάνια πάνω στα μαύρα ρούχα τους και ρουφούσαν τον καφέ τους σχολιάζοντας σαπουνόπερες. Άκουγε τις ομιλίες τους από το ανοιχτό παράθυρο καθισμένος πάνω στο κρεβάτι και κοιτάζοντας τον απογευματινό ήλιο να κρέμεται στα κλαδιά. Στην αρχή είχε χαρεί που γύρισε στο πατρικό του, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες. Για λίγο ένιωσε ξανά σαν παιδί. Η μάνα του τον φώναζε για το μεσημεριανό και τα βράδια κάθονταν όλοι μαζί στο σαλόνι κι έβλεπαν εκπομπές. Τις νύχτες ο χρόνος κυλούσε παχύρρευστα, οι ώρες περνούσαν βαριές, συμπαγείς. Ξεφύλλιζε αργά τα βιβλία του ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Το πρωί ξυπνούσε νωρίς, πριν ξημερώσει, κι έπινε τον καφέ του στο ηλεκτρικό φως της κουζίνας ζεσταίνοντας τα χέρια του πάνω στο φλιτζάνι. Κάθε μέρα περίμενε το τηλεφώνημα που θα τον έβγαζε απ' τη λάσπη. Να κερδίσει κάποια χρήματα, να ντυθεί, να βγει, να κυλήσει ξανά με το ποτάμι. Όμως το τηλεφώνημα αυτό δεν ερχόταν.
Χωρίς να απελπίζεται -γιατί είχε πια πειστεί πως έτσι είναι η ζωή, έχει και χειμώνες- περίμενε τη μέρα που θα έβγαζε το κεφάλι του απ' το χώμα. Στην περιπλάνησή του πάνω στη γη, τώρα βρισκόταν στην Αλάσκα κι έβλεπε μόνο πάγο και φώκιες. Εκείνη την εποχή γνώρισε καλά τις χήρες. Πού και πού κατέβαινε κι αυτός στην αυλή και καθόταν ανάμεσά τους, σιωπηλός, παρατηρώντας, ακούγοντας, μυρίζοντας τον αέρα που άφηναν πίσω τους καθώς κινούνταν προς την πόρτα. Κοίταζε τις κηλίδες στα χέρια τους, τα χοντροκομμένα δάχτυλα, τη σκόνη πάνω στο ύφασμα, τα άσπρα μαλλιά πιασμένα παλιομοδίτικους κότσους. Αισθανόταν τη ζεστασιά του παλιού γείτονα, τη ζεστασιά των τετριμμένων λόγων, ένιωθε λες και περπατούσαν μπροστά του και του άφηναν τα χνάρια τους να πατήσει. Σε αυτόν που για μεγάλα διαστήματα ήταν τόσο σκορπισμένος, σε αυτόν που αιωρούταν στο τίποτα κάποιες φορές, έδιναν μια λαβή να πιαστεί. Με τα μικρά κουτσομπολιά τους, με μια γυάλα γλυκό βύσσινο που θα έφερναν στη μάνα του, με το πλεχτό που έβγαζαν απ' την τσάντα τους ξαφνικά την ώρα που μιλούσαν. Κι ύστερα βράδιαζε κι έφευγαν μία μία, καληνύχτιζαν κι έφευγαν, ήρεμες και ήσυχες, τόσο βέβαιες ότι την επόμενη μέρα θα ήταν σίγουρα ξανά εκεί, εντύπωση του έκανε που στέκονταν τόσο πολύ και με τα δύο πόδια στην όχθη της ζωής. Μόλις αποχωρούσε και η τελευταία, βοηθούσε τη μάνα του να κλείσει τις καρέκλες και να τις μεταφέρει κάτω από το υπόστεγο, ύστερα έμπαιναν μέσα και κλείδωναν την πόρτα. Ξεκινούσαν πάλι οι εκπομπές, τώρα είχε αρχίσει κι αυτός να αποκτά αυτή τη βεβαιότητα, κάθε μέρα ήταν εκεί, σταθερά, σαν μια μικρή κορνίζα που έβρισκε κάθε μέρα για να βάζει τη ζωή του.
Αυτή η μικρή ζωή, έτσι την έλεγε, είχε μια παράξενη γλύκα. Ήταν μια κουταλιά παντεσπάνι βαριά απ' το πολύ σιρόπι, ένα παραγινωμένο φρούτο που γεννάει σκουλήκια, είχε τη ζεστασιά του βούρκου. Ένα κουκούλι έγινε το πατρικό του σπίτι, και κάθε μέρα η ύφανση πιο πυκνή, σαν να τον τύλιγε μια αράχνη με ένα αόρατο νήμα. Σιγά σιγά άρχισε να ξεχνάει τον έξω κόσμο, βοηθούσε κι αυτός ο πανύψηλος τοίχος που χώριζε την εσωτερική αυλή από το δρόμο. Καθώς περνούσε ο καιρός, και παρόλο που ο ίδιος είχε προσφερθεί στην αρχή, γινόταν όλο και πιο απρόθυμος να βγαίνει για να αγοράσει ψωμί και γάλα ή για διάφορες δουλειές των γονιών του. Αντ' αυτού προθυμοποιούταν να ταχτοποιήσει τα ντουλάπια, να σκουπίσει την αυλή, να ποτίσει τις γλάστρες, να λαδώσει τις πόρτες. Σημασία είχαν οι μικροί λεκέδες στο πάτωμα, οι ξεραμένες άκρες των φύλλων, λεπτομέρειες που βλέπει κανείς με μεγεθυντικό φακό. Κι από κάποια στιγμή και ύστερα έπαψε να παίρνει τηλέφωνα τους συνεργάτες του, έπαψε να περιμένει το χέρι που θα του έδειχνε ξανά το δρόμο για τη ζωή, τη ζωή όπως την ήξερε πριν, αυτή την περιπλάνηση στη γη, όπου όλα έμοιαζαν με κλίματα ή τόπους. Γιατί τώρα βρισκόταν στη χώρα των Λωτοφάγων, βρισκόταν στον ισημερινό και δεν φυσούσε ποτέ. Νηνεμία.
Έτσι πέρασαν δύο χρόνια. Είχε πια ενσωματωθεί για τα καλά στον μηχανισμό του σπιτιού σαν ένα ακόμα γρανάζι που γύριζε μαζί με τους γονείς του. Και όποιος ρωτούσε τα νέα τους, ρωτούσε πάντα και γι' αυτόν. Και κάποια μέρα -άνοιξη ήταν- έτυχε να βγει από το σπίτι για να επιστρέψει μια τανάλια που είχαν δανειστεί από το γείτονα, τρία τετράγωνα παρακάτω. Περπατούσε αργά με την τανάλια τυλιγμένη μέσα σε μια σακούλα και κάποια στιγμή έτυχε και γύρισε το κεφάλι του, ή μάλλον δεν έτυχε, ήταν αδύνατον να μην το προσέξει, είχαν ανθίσει τα τριαντάφυλλα. Στέκονταν μέσα στους κήπους, δροσερά, νεαρά, φρέσκα, με τα απαλά τους χρώματα, και μια ανεπαίσθητη ευωδιά έφτανε στη μύτη του με κάθε φύσημα του αέρα. Κοντοστάθηκε μπροστά σε ένα φράχτη, αν ήταν στο χέρι του, δεν θα το έκανε, μια παγίδα ήταν αυτά τα τριαντάφυλλα, πώς θα άντεχε η κουταλιά παντεσπάνι η βαριά απ' το πολύ σιρόπι, το παραγινωμένο φρούτο που γεννάει σκουλήκια, η ζεστασιά του βούρκου, να συγκριθεί με το θέαμα που αντίκριζαν τώρα τα μάτια του. Απ' το μυαλό του πέρασε ακαριαία μια τρίχα σκέψης, ότι έπρεπε να επιστρέψει στην ηλικία του. Για μια στιγμή βρέθηκε στην Ισλανδία και ένιωσε λάβα κάτω απ' τον πάγο.
Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Στριφογύριζε πάνω στο κρεβάτι με το λαμπατέρ αναμμένο, με το δάχτυλο ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου. Εκείνο το βράδυ είδε ένα όνειρο. Ήταν, λέει, σε μια εξέδρα στη μέση του Ειρηνικού και κρατούσε τα δύο πιο άγρια σκυλιά του κόσμου απ' τα λουριά. Και ήταν ανάγκη να τα αφήσει, γιατί ήξερε πως κάποια στιγμή έπρεπε να πάψουν να τον προστατεύουν. Όταν ξύπνησε και κατέβηκε στην κουζίνα για να πάρει πρωινό με τους γονείς του, οι κουβέντες της μάνας του του φάνηκαν από σίδερο. Η φωνή της έβγαινε ξεκούρδιστη, σχεδόν άψυχη. Οι συμβουλές του πατέρα του ανυπόφορες. Δεν είμαι πια παιδί, ήθελε να του πει. Και πώς του πέρασε ξαφνικά απ' το μυαλό ότι τρέφονταν απ' αυτόν. Τον είχαν τυλίξει στον ιστό τους και του ρουφούσαν το χυμό σταγόνα σταγόνα. Τόσο καιρό ούτε μια νύξη δεν είχαν κάνει, ούτε μία φορά δεν του είχαν πει να φύγει, δεν τον είχαν σπρώξει μακριά. Γύρισε και είδε τα πρόσωπά τους παραμορφωμένα, σαν να καθρεφτίζονταν πάνω σε ένα κουτάλι, πάνω σε μια χριστουγεννιάτικη μπάλα, του μιλούσαν και ένιωθε την ανάσα τους καυτή πάνω στο πρόσωπο, τα νύχια τους -τώρα τα έβλεπε, πρώτη φορά τα έβλεπε, τα μάγια είχαν λυθεί- ήταν μακριά και έσταζαν. Έπρεπε να φύγει. Έτρεξε επάνω και μάζεψε γρήγορα τα πράγματά του. Ήταν μόνος στον κόσμο, μόνος κατάμονος, περιτριγυρισμένος από θηρία. Για λίγο αποκοιμήθηκε και έζησε το όνειρο πως κάποιου ανήκε, πως κάποιος τον προστάτευε. Αυτό ήταν το μυστικό που είχε υποπτευθεί, αυτός ήταν ο κόσμος, με αίμα, με σάρκα, με δόντια μπηγμένα στο αίμα και στη σάρκα, αυτή ήταν η πραγματική του φύση, το ένιωθε ξανά, έτρεχε στη ζούγκλα και πάλευε με τα κύματα κι αυτό δεν ήταν κακό, αυτό δεν άλλαζε, αυτό ποτέ δεν θα άλλαζε, ας το ζούσε μέχρι τα μπούνια, ας το ζούσε μέχρι το κόκαλο.
12 σχόλια:
big-boring-beautiful
Στην αρχή η έκπληξη: τόσο μεγάλο κείμενο η μαντάμ ου; Μήπως μπήκα σε λάθος blog;
Μετά, το ταξίδι στους τόπους, τα κλίματα και τους ανθρώπους. Ωραίο ταξίδι. Να μας πας κι άλλα.
Ομορφο.
Καλως σε βρήκα.
δεν είναι ο δικός μου ήρωας αυτός... αλλά είναι ένας ήρωας
Καλό... Μαύρο... Κατάμαυρο...
τωρα αν αρχιζω παλι να εκθειαζω θα γινω βαρετη στο τελος..
Περίεργο, νοσηρό, πραγματικό.
b-b-b: σαν τη ζωή ένα πράγμα. San Zoi. Να, κι άλλος τόπος ;)
aerosol, δεν ήμουν σίγουρη αν έπρεπε να το δημοσιεύσω στο μπλογκ, δεν προσφέρεται το μπλογκ για μεγάλα κείμενα κατά τη γνώμη μου, αλλά είπα να το δοκιμάσω. Προσάρμοσα -τέντωσα- το template, νομίζω ότι αλλιώς θα ήταν πραγματικά σαν κασκόλ. Πολύ σπάνια γράφω μεγαλύτερα πράγματα πια, από τότε που άνοιξα το μπλογκ βρήκα το μέγεθός μου.
nomad, καλώς ήρθες. Ανάποδα ξεκινήσαμε :)
δεσποινακομπινεζόν -με συγχωρείτε για την παράφραση, αλλά είναι αδύνατον να θυμάμαι το νικ σας διαφορετικά- ήρωας είστε κι εσείς που διαβάσατε τρία μέτρα κείμενο.
sun w knight, να σας πω. Το έχω σκεφτεί ένα σωρό φορές. Αν είχα φτιάξει εγώ τον κόσμο και όχι ο θεός, θα τον είχα κάνει τέλειο.
λολίτα, σας ευχαριστώ.
ανώνυμε, χαίρομαι που το βρίσκετε πραγματικό αν και νοσηρό. Μερικές φορές νομίζω πως μόνο εγώ τα βλέπω έτσι τα πράγματα.
Εγώ ήμουν ο ανώνυμος φίλη Ου Μινγκ. Η γκαβωμάρα όσο αφορά στη τεχνολογία μου στέρησε το όνομα. Μου άρεσε πολύ το μεγάλο κείμενο. Τα μικρά σου κείμενα έχουν μεγάλη χάρη, αλλά το μεγάλο αυτό ήρθε να μας υπενθυμίσει ότι δεν πρέπει να παραμελείς τα μεγάλα, όπως οι γονείς τα πρωτότοκα παιδιά, μόλις γεννηθούν τα μικρότερα...
Α, Ποετάστρε, εσύ ήσουν. Δυσκολεύομαι πολύ πια με μεγαλύτερα κείμενα. Ο μέγιστος αριθμός λέξεων για μένα είναι περίπου 4500. Μετά το χάος. Ίσως βέβαια δεν προσπαθώ πια. Ίσως πάλι να περιμένω να εξαντηλθεί αυτή η εμμονή με τα μικρά. Θα δούμε.
Πολύ μου αρέσει! Πολύ μου αρέσει. Και δεν το βρίσκω και τόσο μαύρο ή νοσηρό όπως φαίνεται να συμφωνούν αρκετοί σχολιαστές. Αντίθετα, το βρίσκω αισιόδοξο. Ο ήρωας πολύ απλά αισθάνεται τα πράγματα, αφήνεται αλλά αισθάνεται, ψηλαφεί. Και το όνειρό του τον κινεί. Κι εδώ που τα λέμε άπειρες ελληνικές (και όχι μόνο) οικογένειες λειτουργούν κάπως έτσι, λιγότερο ή περισσότερο. Την ιστορία πάντως τη βρίσκω πολύ καλογραμμένη και πολύ καίρια αυτά που λέει. Και αυτός ο παραλληλισμός των διαθέσεων με τα virtual ταξίδια πολύ μου άρεσε αν ίσως να ήθελα να είναι λίγο πιο καθαρό αυτό (ο παραλληλισμός με τα κλίματα και τους τόπους).
Πολύ χαίρομαι που έψαξα λίγο στα παλιά σου και διάβασα και αυτό!
Σε ευχαριστώ, eryx-t. Σε ευχαριστώ ιδίως για την παρατήρηση. Δεν ξέρω κι εγώ πόσες αναγνώσεις και πόσα μάτια χρειάζονται για να βρεις πού χωλαίνουν τα κείμενα.
Δημοσίευση σχολίου