16.1.08

Ήταν ένας μόνιμος ήχος φάλαινας ή δελφινιών από τον κάτω όροφο, μια παραμορφωμένη ακολουθία ήχων, τρύπωνε από το λούκι που ξεκινούσε από το αυτί και κατέληγε σε ένα σκονισμένο μπαούλο στη σοφίτα του μυαλού του. Έλεγε πως δεν τον πείραζε, πως έτσι είναι οι άνθρωποι, κλαίνε όταν κάποιος πεθάνει, όμως έμοιαζε με το λευκό θόρυβο του ψυγείου, με τον γκρίζο θόρυβο της πόλης, μόλις σταματήσει καταλαβαίνεις πως σου ροκάνιζε τα νεύρα σαν τρωκτικό, πως κάνει το χρόνο να περνάει πιο γρήγορα από πάνω σου, σε εξωθεί στα γηρατειά, εκεί που περιμένουν οι άνθρωποι με το αλεξίπτωτό τους για να τους σπρώξει κάποιος στο μαύρο χάος. Η ζωή, και η δική του η ζωή, προχωρούσε. Σαν το διαστημόπλοιο που εκτοξεύεται και ξεκολλάνε κομμάτια από πάνω του μέχρι που απομένει ένας μικρός πυρήνας μόνο. Στην πορεία έχανε γνωστούς και φίλους, γύριζε ξαφνικά και έβλεπε κομμάτια ολόκληρα του εαυτού του να στέκουν απολιθωμένα πίσω. Ο όροφός του, ο όροφός της. Η θεία Ασημίνα από κάτω, στο σπίτι που έμοιαζε με φίλτρο ανάμεσα στον πάνω και τον κάτω κόσμο. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι ο θάνατος μπορεί να απλώσει τα χέρια του τόσο μακριά. Να καλύψει με ανοιχτά δάχτυλα τη μούρη της ζωής σου. Να χύνει το μελάνι του καθώς τον κυνηγάς. Να σκορπίζει σκοτάδι παντού. Όταν έκλαιγε η θεία Ασημίνα, του ερχόταν να κατέβει κάτω, να την πιάσει από το μαλλί και να της κοπανάει το κεφάλι στον τοίχο. Δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Επί έναν ολόκληρο χρόνο του τραβούσε το ένα πόδι μέχρι που κατάφερε και του το έχωσε βαθιά στην άλλη όχθη. Έτσι τώρα, είχαν αρχίσει να τον ζώνουν τα φίδια. Παρατηρούσε με τις ώρες το πρόσωπό του στον καθρέφτη και έβλεπε τον εαυτό του με κλειστά τα μάτια και τους άλλους να κλαίνε γύρω του. Μόλις έπεφτε το πρώτο χώμα, άνοιγε την ομπρέλα. Δεν ήταν δυνατόν να κάνει τέτοιες σκέψεις. Τώρα ήταν ζωντανός. Στην αρχή έβαζε μουσική κάθε φορά που ακουγόταν εκείνος ο γόος από κάτω, αυτό το γοερό, απελπισμένο κλάμα. Τη φανταζόταν να έχει πιάσει το σεντόνι σφιχτά μέσα στις χούφτες της, τα δάκρυα να τρέχουν και τη μισούσε. Δεν ήταν δυνατόν να ήταν τέτοιος άνθρωπος, σκεφτόταν, εκείνη έχασε εκείνον που αγαπούσε κι αυτός την έβλεπε στη σκάλα και η καλημέρα έβγαινε με το ζόρι, σαν να την κρατούσε απ' το λουρί, μην πηδήξει και την κάνει μια χαψιά. Η ζωή έπρεπε να προχωρήσει. Αυτός ήταν ο μόνος δρόμος που ήξερε, ίσως ένα από τα λίγα προτερήματα που είχε, να μπορεί να προχωράει, να το θεωρεί χρέος του να προχωράει, όταν τα πάντα γύρω του έμοιαζαν σκουριασμένα και ακίνητα. Ζούσε στο καινούριο σπίτι που είχε χτίσει, πληρώνοντας τις δόσεις με κάποιο κόπο. Ξαφνικά, τον τελευταίο χρόνο, άρχισαν να του φαίνονται μάταια, τα πλακάκια, τα τούβλα, τα πατώματα. Λες και όλα αυτά αποσπούσαν το βλέμμα του από την άλλη όχθη. Τα εγκόσμια, επαναλάμβανε από μέσα του, τα εγκόσμια. Αυτά σε πνίγουν, σε χτίζουν κάτω από πλακάκια, τούβλα, πατώματα. Ύστερα, σκεφτόταν το όνομά του διαγραμμένο από τις καταστάσεις του ληξιαρχείου κι αυτό τον ενοχλούσε. Όταν βράδιαζε, κρυβόταν πίσω απ' την κουρτίνα και κοίταζε το απέναντι διαμέρισμα. Δυο άνθρωποι γύρω από ένα τραπέζι με έναν ασθενικό γλόμπο να κρέμεται από πάνω τους σαν θηλιά. Ήταν άρρωστος. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Έκανε μόνο μαύρες σκέψεις. Και η πιο φωτεινή του μέρα σκοτείνιαζε απότομα. Η θεία Ασημίνα του είχε φορέσει μαύρα γυαλιά. Και ξανάρχιζε ο γόος, σαν σειρήνα ασθενοφόρου που την ακούς από μακριά, σαν κάτι επείγον, σαν ένα χέρι που ξεφυτρώνει μέσα στη θάλασσα.

Στη γιαγιά μου

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πείτε του, πως αν δεν τον είχε μέσα του το θρήνο δεν θα έπιανε τις συχνότητες ψυγείου, θείας.

καλημέρα σας ou ming

Despoina Chatzipavlidou είπε...

πόσος χρόνος χρειάζεται ;
ακίνητος, μέσα σε παράθυρα κλειστά, όλα κλειστά,και οι ήχοι να παλιώνουν καθώς γεννιούνται...
πόσος χρόνος χρειάστηκε ;

το διάβασα το κείμενο δύσκολα... ανάγκασα τον εαυτό μου να πάει στο παρελθόν μου

ou ming είπε...

λ.κ., αναρωτιέμαι, πόσο παχιά μόνωση μπορεί να έχει ο άνθρωπος στα γύρω ερεθίσματα.

desapoin3ison4, είναι και δικό μου παρελθόν, έβαλα πολύ πάγο πάνω στο καρούμπαλο και τώρα δεν μπορώ να το ξεπαγώσω.

panoptis είπε...

σάς εύχομαι ευχάριστες αναμνήσεις.

Yellow Kid είπε...

Θα στην σπάσω...

Αλλά θέλω να σε καλέσω σε ενα μπλογκοπάιχνιδο!

Ανώνυμος είπε...

Στη γιαγιά σου...