23.2.07

Ζωή.zip

Η ατμόσφαιρα τροπική. Μύγες και κουνούπια και στάσιμα νερά. Πάτησα το κουμπί του υπολογιστή, σηκώθηκα, πέρασα την τσάντα μου σαν ταχυδρόμος, πήρα τη ζακέτα μου απ' την καρέκλα και ετοιμαζόμουν να πω γεια σας και καλό απόγευμα και καλό σαββατοκύριακο και καλή ξεκούραση και τέτοια πράγματα που δεν ήταν αποχαιρετισμός, αλλά ο πρόλογος στη δική μου ζωή, τη δική μου μέρα, τη δική μου νύχτα για την ακρίβεια, και τότε τα είδα. Μυριάδες μικρά, πλάγια βλέμματα, βλέμματα σκιστά, βλέμματα σκισμένα που ονειρεύονται πάνω σε μαύρες αιώρες από κύκλους, κρυμμένα πίσω από βρώμικες τούφες, φωτισμένα από λάμπες ορνιθοτροφείου, από τις κόκκινες λάμπες των φαστ φουντ που ζεσταίνουν τις πατάτες. Τρέχω να προλάβω το λεωφορείο, τρέχω να προλάβω να μην με προλάβουν, μην εκπυρσοκροτήσει ξανά το υπερωρίστροφο. Περπατάω στο δρόμο με την ομπρέλα που είχε βρει ο Τάσος στο παγκάκι παλιά. Εκείνη την εποχή με τη βαριά μυρωδιά του σαπισμένου βελούδου. Την εποχή με τα παγωμένα δάχτυλα. Περιμένω το λεωφορείο και φοράω τα ακουστικά και δεν ακούω τίποτα εκτός από κορναρίσματα από το βάθος κήπος.

Αυτά έχω να αφηγηθώ. Ο Τάσος δίπλα μου με σκουντάει και μου λέει να αφήσω το στιλό μου κάτω και να κοιτάξω επιτέλους έξω από το παράθυρο. Γι' αυτό φύγαμε, λέει. Βουτάει το κουλούρι του στον καφέ, την ώρα που το δαγκώνει κυλάει μια παχιά σταγόνα στο σαγόνι του, ξεδιπλώνει τη χαρτοπετσέτα, τη σκουπίζει, κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, η αεροσυνοδός χαμογελάει σαν αναμνηστική φωτογραφία, ρωτάει αν θέλουμε more coffee, δεν θέλουμε άλλο, thank you, σκοπός είναι να. Άστα πια αυτά, μου λέει ο Τάσος. Χέστα. Για αυτό φύγαμε. Ξαναβουτάει το κουλούρι του στον καφέ, την ώρα που το δαγκώνει, πέφτουν τα ψίχουλα στα πόδια του, κοιτάζω έξω από το παράθυρο, ο ήλιος γυαλίζει πάνω στο φτερό.

Οι τελευταίες μέρες ήταν... Άφησέ τα τώρα αυτά, λέει ο Τάσος. Άφησε το στιλό σου κάτω. Κοίταξε έξω απ' το παράθυρο. Στέκομαι μπροστά στο παράθυρο. Αυτή η θάλασσα ανέπνεε εδώ κάθε μέρα που εγώ πληκτρολογούσα στο γραφείο. Ναι, λέει ο Τάσος. Κάθε μέρα. Ο Τάσος δαγκώνει τα κουλούρια του. Μυρίζω το δωμάτιο. Μια ξένη μυρωδιά. Κοιτάζω γύρω. Η μοκέτα, η πόρτα, το μικρό ψυγείο στη γωνία. Το κουλούρι φουσκώνει κάτω από το δέρμα του στο μάγουλο. Δείχνει κάπου μακριά και καταπίνει τη μπουκιά. Η ομίχλη. Το καράβι. Η θάλασσα. Όλα ήταν εδώ κάθε μέρα. Ανοίγει το πακέτο του και μαγκώνει ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα, το βάζει στο στόμα και το ανάβει και σκέφτεται πράγματα που δεν χρειάζεται να μάθω, γιατί στον δικό του πλανήτη τα πλάσματα έχουν τρία μάτια και πενήντα πόδια και δεν τα καταλαβαίνω. Σε λίγο θα βγούμε έξω. Να κάνουμε αυτό για το οποίο ήρθαμε. Αυτό για το οποίο κάναμε τόσο δρόμο.

Περπατάμε, παντού βλέπουμε οικεία πρόσωπα. Περπατάμε για όπου μας βγάλει ο δρόμος και σκέφτομαι πόσο παράξενο που τα δάχτυλά μου σήμερα είναι ελεύθερα να τα φάω, να δείχνω τα αξιοθέατα, να τα περνάω μέσα από τα μαλλιά μου, να τα χώνω στις τσέπες, να ανακατεύουν τον καφέ, πόσο παράξενο που στο φόντο δεν είναι το πληκτρολόγιο. Μυρίζει καμένο ξύλο, κάνει κρύο και περπατάμε. Θα μπορούσα να περπατάω επ' άπειρον σε αυτό το ρυθμό, να συνεχίσω να περπατάω, ακόμη κι όταν φτάσω στην άκρη του μώλου να περπατάω μέσα στο νερό, ακόμη κι όταν φτάσω στην άκρη της γης να περπατάω στο διάστημα. Ο Τάσος δείχνει το μαγαζάκι στη γωνία. Συμφωνώ με το κεφάλι και κατευθυνόμαστε προς τα εκεί. Ανοίγουμε την πόρτα και πηδάει πάνω μας κουνώντας την ουρά αυτή η απαλή μουρμούρα των καφενείων, ο ήχος του μέταλλου που γυρίζει στην πορσελάνη. Καθόμαστε δίπλα στο αχνισμένο τζάμι, δίπλα στην ξυλόσομπα. Παραγγέλνουμε τσάι. Κοιτάζω τον Τάσο και σκέφτομαι πώς στο διάολο βρεθήκαμε ξαφνικά σε αυτή την παρένθεση της ζωής μας. Κοίταξε έξω απ' το παράθυρο και πάψε πια να σκέφτεσαι, μου λέει ο Τάσος. Γυρίζω το κεφάλι μου και το κολλάω στο τζάμι. Πέρα βρέχει.


Στον Βασίλη
που κάποτε
δουλέψαμε μαζί



7 σχόλια:

cyrus είπε...

...

Περαστικός είπε...

Στον Βασίλη

Yellow Kid είπε...

Μην ενοχλείστε κυρία Ου Μινγκ απλώς δημιουργώ ντόρο γυρω απο το όνομα μου.
Και πάλι, χίλια συγνώμη...

Urfurslaag είπε...

ναι, είναι ...

Ανώνυμος είπε...

Πολυ ομορφο...

Ιφιμέδεια είπε...

Σεβαστή κυρία,
10.000 φορές 10.000 ευχαριστίες που μας κάνατε μιά τέτοια πλουσιοπάροχη παραχώρηση.
Τι σπάνια ικανότητα που έχετε στις λίγες λέξεις, αλλά και στις πολλές.

Πολύ όμορφο κείμενο.

ou ming είπε...

Σας ευχαριστώ.