30.1.07

Λίγο πιο κάτω απ' το σπίτι του υπήρχε ένα γεφυράκι που συνέδεε τις δύο όχθες του ρέματος. Ήταν ένα ρέμα της πόλης, όπως τα ξέρουμε, κατρακυλούσαν σκουπίδια και σακούλες, καμιά φορά ψόφια ζώα ή πλήθη από όμοια πράγματα, όπως καμιά δεκαριά καρέκλες μια φορά, ξεριζωμένες από το τοπικό γήπεδο κατά τη διάρκεια ενός ματς. Το γεφυράκι το ανακάλυψε μεγάλος, μια μέρα που έστριψε κατά λάθος στο δρόμο που οδηγούσε εκεί. Ήταν ένα αξιοθρήνητο κατασκεύασμα από τσίγκο και τσιμέντο κι όταν στεκόσουν πάνω του και έσκυβες στο ρέμα, κάποια σακούλα περνούσε πάντα από κάτω, ο κύριος Σκλαβενίτης, ο κύριος Μαρινόπουλος, κανένας καημένος που είχε πηδήξει, τους αποχαιρετούσες καθώς κυλούσαν μακριά.
Μια μέρα περιέγραφε την ανακάλυψή του σε μια φίλη του. "Είναι ένα γεφυράκι εδώ πιο κάτω", της είχε πει, "από παλιό, σκούρο ξύλο. Όταν περπατάς πάνω του, νομίζεις ότι είσαι σε παραμύθι".
Την επόμενη φορά που πέρασε από εκεί, πρόσεξε τους τσίγκους και τα τσιμέντα. Ακούμπησε στην κουπαστή, άναψε ένα τσιγάρο και έσκυψε στο νερό. Ένας Βασιλόπουλος κυλούσε αργά αργά με το ρεύμα.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τα σιγανά γεφυράκια να φοβάσαι.

ou ming είπε...

Πράγματι, μερικές φορές σε κάνουν άνω γεφυρών.