15.10.06


Ακόμα και στον ύπνο μου έλεγα
το πιστεύεις αυτό
συνέχεια στον ύπνο μου το βλέπω
συνέχεια αυτό βλέπω
έλεγα στον ύπνο μου


Δεν υπάρχουν νέα. Αυτό είναι κάτι νέο. Γιατί μέχρι τώρα πίστευα ότι υπάρχουν. Τώρα πια απλώς συμβαίνει ξανά κάτι από το παρελθόν, πώς ξανάρχεται στη μόδα κάτι θαμμένο στο συρτάρι. Καθόμαστε στο καφενείο στη γωνία - σε μια άλλη γειτονιά, δεν είχαμε ξαναπάει, θέλαμε κάτι καινούριο, για να απογοητευτούμε όπως κάθε φορά, αυτό δεν είναι κάτι νέο -, πίναμε καινούρια ροφήματα, μιλκ σέικ με ομπρελίτσες και ρωτούσαμε

-Τι νέα;
-Τι νέα, τίποτα, τα ίδια

και πίναμε τα καινούρια μας ροφήματα. Συζητούσαμε για το πού θα πάμε διακοπές, τα σαββατοκύριακα δηλαδή, όχι διακοπές, εγώ δεν είχα διακοπές πρώτη χρονιά που δούλευα. Εκείνη είχε διακοπές, αλλά δεν είχε όρεξη, ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν είχα διακοπές, γιατί κι εγώ δεν είχα όρεξη. Κι αυτό ίσως ήταν το μόνο που φαινόταν να μου πηγαίνει κάπως κατ’ ευχήν. Υπήρχαν αρκετοί θαμώνες γύρω μας που ακολουθούσαν με το βλέμμα κάθε περαστικό, εντελώς ανέκφραστοι, το κεφάλι τους ακολουθούσε κάθε περαστικό σαν αδέσποτος σκύλος. Θα πηγαίνουμε τα σαββατοκύριακα στο εξοχικό μου, της είπα, και στο δικό μου μπορούμε να πηγαίνουμε, μου απάντησε. Κάποιον θα γνωρίσουμε εκεί. Ναι, μου είπε, κάποιον να μας ακουμπήσει. Ένα ζεστό χέρι. Ένα ζεστό χέρι, είπα κι εγώ. Έχει κι ωραίο μπακλαβά εκεί, είπε. Με κοίταζε κρατώντας το κουταλάκι της στο χέρι.

-Ωραία, στη χειρότερη περίπτωση, θα τρώμε ωραίο μπακλαβά,

της είπα προσπαθώντας να φανώ αισιόδοξη και μας φανταζόμουν να καθόμαστε στο παραλιακό ζαχαροπλαστείο, εκατό κιλά η κάθε μία, με ένα κουτάλι στο χέρι και να γνωρίζουμε μόνο γέρους, γιατί είχε λουτρά εκεί κοντά. Και το βράδυ θα γυρίζαμε στο σπίτι που θα μύριζε μούχλα, έτσι μυρίζουν τα εξοχικά απ’ την πολλή κλεισούρα, και θα κοιτούσαμε τα μπιμπελό της μάνας της που θα ήταν γεμάτα αράχνες και θα βράζαμε καμιά πατάτα και θα φτιάχναμε καμιά σαλάτα και θα παίζαμε καμιά μπιρίμπα, θα είχε και τριζόνια βέβαια, δεν μπορώ να πω, όπως και να το κάνεις, είναι ωραία η εξοχή. Και θα κολυμπάμε, είπε. Ναι, θα κολυμπάμε, της είπα. Στη χειρότερη περίπτωση, θα μαυρίσουμε και θα χαρούμε τη θάλασσα. Βέβαια, έτσι είναι, μου είπε. Θα μαυρίσουμε και θα χαρούμε τη θάλασσα. Απ’ όπου και να την πιάσεις, είναι ωραία η πουτάνα η ζωή.
Ρουφήξαμε ταυτόχρονα το μιλκ σέικ μας και γυρίσαμε τα κεφάλια η καθεμία σε διαφορετική κατεύθυνση.

3 σχόλια:

un certain plume είπε...

Ο Μπέκετ και ο Ιονέσκο συναντιόντουσαν κάθε μεσημέρι στο αγαπημένο τους καφέ στο Παρίσι. Εκεί ρουφούσαν αμίλητοι τους εσπρέσο τους και, ύστερα από κανένα δίωρο, αντάλλασσαν τα μοναδικά τους λόγια:

-Ωραία τα είπαμε και σήμερα.
-Ωραία.
-Αύριο λοιπόν.
-Αύριο.

ou ming είπε...

Ωραία, πράγματι.

jin_kazama είπε...

Έτσι ακριβώς, "πουτάνα ζωή". Όχι η γειτόνισσα, η άλλη...