Μου θυμίζει κάτι φορές αυτή η ώρα -έτσι όπως κάθομαι κουρνιασμένη μέσα στο μπουφάν μου 3.30 το πρωί- που πηγαινοερχόμουν φοιτήτρια στην Κέρκυρα. Οι σταθμοί του ΚΤΕΛ και η παντόφλα στο Ρίο-Αντίρριο. Ποιος είναι ξύπνιος τέτοιες ώρες. Οι επιβάτες γερμένοι στα καθίσματα με τα στόματα μισάνοιχτα, ο οδηγός και τα λαϊκά του, οι εικόνες που τον φυλάνε χοροπηδάνε στις στροφές πάνω απ' το κεφάλι και τα ορθάνοιχτα χέρια του, καθώς γυρίζει το τιμόνι. Πάντα στη μέση της διαδρομής ορκιζόμουν ότι ήταν η τελευταία φορά που το έκανα. Ότι ακόμη και αν χρειαζόταν να πεινάσω, την επόμενη φορά θα έπαιρνα το αεροπλάνο. Και όμως δεν θυμάμαι ούτε μία πτήση. Θυμάμαι μόνο αυτές τις διαδρομές. Τους νυσταγμένους που περίμεναν με τις τσάντες τους σφιχτά μέσα στα χέρια να περάσει το πλοίο απέναντι. Τα βιαστικά σουβλάκια. Το γρήγορο κατούρημα στις τουαλέτες. Τα παράθυρα που έμπαζαν έναν τόνο κρύο. Αυτά θυμάμαι. Στιγμές που πέρασαν σφυρίζοντας από πάνω μου με μηχανές μεγάλου σαδισμού.
8 σχόλια:
Καλό ...
Το παρελθών μας χαμογελάει στωικά.
τι μου θύμισες απόψε...
και τωρα,ετσι δεν ειναι...;
Κατά κάποιον τρόπο και τώρα είναι έτσι, κατά έναν άλλον, ποτέ δεν θα ξαναείναι έτσι.
Το θυμάμαι.
[Καμιά φορά είμαι ακόμα εκεί.]
[Είστε κι εσείς από εκεί;]
Χμ. Αντανακλαστικά, κίνησα τα πόδια μου, μου μύρισε ομίχλη, και στο γουόκμαν της μνήμης μου άρχισε να παίζει το Άχτουνγκ Μπέιμπι της παρέας του παλιοπροδότη Μπόνο Παναγιώτη™. Κάποιο νεύρο μάλλον πρέπει να κλώτσησε.
Δημοσίευση σχολίου