22.1.07

Περπατούσα στην Πανεπιστημίου. Ανάμεσα στους περαστικούς που έμοιαζαν με χαρτιά που πετούσαν στον αέρα. Σκόρπιοι, γρήγοροι και ίδιοι. Ξαφνικά με σταματάει ένας κοστουμαρισμένος προτείνοντας μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Ήμουν έτοιμη να αρνηθώ, όπως έχω αρνηθεί τόσες φορές χαρτομάντιλα, μανταλάκια που αναβοσβήνουν στην ομίχλη, φίδια, σαύρες, σφυρίχτρες κτλ. Τελικά ήταν τουρίστας και ήθελε να τον τραβήξω μια φωτογραφία μπροστά στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Μου έδωσε τη μηχανή και λίγες πρόχειρες οδηγίες. Ύστερα γύρισε την πλάτη και άρχισε να περπατάει, να περπατάει, να περπατάει, μέχρι που μέσα απ' το φακό διέκρινα μόνο μια κουκκίδα. Ήταν αυτός. Πάτησα το κουμπί, άστραψε το φλας και περίμενα να επιστρέψει. Ευχαριστώ, μου είπε όταν έφτασε μπροστά μου, μόνο που ήσασταν πολύ μακριά, του απάντησα.

Δεν φορούσε σανδάλια και δεν έτρωγε σουβλάκι. Και το τρόλεϊ της περιοχής μου δεν κάνει πια στάση εκεί που έκανε. Και κάθε φορά που βρίσκομαι στο Σύνταγμα πρέπει να προσέχω να μην με πατήσει το τραμ. Και ο οδοκαθαριστής καθόταν σε ένα σκαλάκι με το φαράσι και τη σκούπα του και συνομιλούσε με ένα ακουστικό χωμένο στο αυτί.

Ο κόσμος όπως τον ήξερα καταρρέει σαν παγόβουνο.

2 σχόλια:

lemon είπε...

Ου μιγκ, θέλω να σου πω ακόμη μια φορά πόσο χαίρομαι να σε διαβάζω, πόσο χαίρομαι που γράφεις (και κυρίως που σκέφτεσαι) έτσι..

Ανώνυμος είπε...

και εγω