10.10.18

Πάνω στο κέντημα ένα ήσυχο απόγευμα,
βύθισε τη βελόνα της στο ύφασμα
κι όταν την τράβηξε ξανά για να τη βγάλει,
η κλωστή απ' την άλλη
σχημάτισε έναν κόμπο στο λαιμό.
Γύρισε τον καμβά ανάποδα,
ήρθε στα πόδια το ταβάνι
και στο βυθό την κόλλησε μ΄ άγκυρα τη βελόνα.
Πώς πνίγηκα έτσι, σκέφτηκε,
ένα τόσο ήσυχο απόγευμα.

30.9.18

Εποχές που θα πνίγεσαι
τη χειρωναξία να ψάχνεις
γράφε ακόμη και σε γλώσσα ακατάληπτη
όπως πιάνεις το κέντημα ή σκαλίζεις το ξύλο
πώς αλλιώς θα πιστέψεις
πως τα χέρια κινείς για να βγεις στην ακτή.

27.9.18

Σαν τα πουλιά που τριγυρνούν σε φούρνους και καντίνες
και εντοπίζουν ψίχουλα,
έτσι κι αυτός
τσιμπολογούσε διαρκώς την ευτυχία των άλλων.

21.9.18

Έρχεται πότε πότε στο καφέ που συχνάζω ένας περιπλανώμενος πωλητής που πουλάει ένα μόνο αντικείμενο, μια συσκευή μασάζ που λειτουργεί με μπαταρία. Πλησιάζει τον κόσμο, χαμογελάει και τοποθετεί τη συσκευή του στην πλάτη των θαμώνων, στον αυχένα τους, ενίοτε κατεβαίνει στο στομάχι, μέχρι και τους αστραγάλους τον πέτυχα μια φορά να δονεί. Η πρώτη αντίδραση όλων είναι να πούμε όχι, δεν θέλουμε, έχουμε, ευχαριστούμε. Όμως είναι τόσο ευχάριστη αυτή η ξαφνική δόνηση που μουγκανίζουμε όλοι σαν αγελάδες. Αυτός γελάει χαρούμενος που έχει το καταδικό του κοπάδι.

19.9.18

Πάντα τα δέντρα τα απειλεί το πριόνισμα
ή ενοχλούν έναν άνθρωπο με τα φύλλα που πέφτουν
πάντα ένας σκύλος ουρεί τον κορμό για δικό του
κι ο οδοιπόρος ακόμα αγαπά τη σκιά κι όχι αυτά.
Κι όμως κάνουν βουτιές με τις ρίζες στην άσφαλτο
κολυμπάνε στο χώμα
πιτσιλάνε κλαδιά.
Κι έχεις κι εμένα να είμαι από ζάχαρη.

14.9.18

Λέω στον εαυτό μου:
να γράφεις σύντομα,
πέτρες που θα πετάς στο τζάμι του γείτονα.
Κι όταν θα στέκεσαι μέσα στα πλήθη των λέξεων,
πού και πού μια τελεία θα σε καλημερίζει σηκώνοντας απαλά το καπέλο της.

23.9.16

Είναι ωραίο να αρκείσαι στα λίγα. Μόνο που μερικές φορές νιώθεις ότι κάνεις παρέα με το ποντίκι της φυλακής.

8.9.15

Οι λέξεις τρέχουν ποτάμια. Ίσως κάποτε, μετά από τόση κατάχρηση, σαν τα παιδιά των Κινέζων να μας επιτραπεί μόνο μία, ένα πολύτιμο μοναχοπαίδι, που θα λάμπει με τα φιογκάκια του και το καθαρό του το φουστάνι.

3.9.15

Δεν χρειάζομαι πια σε αυτόν τον κόσμο, έλεγε. Ένα άχρηστο εξάρτημα είμαι, μια καμινάδα σε ένα τραπέζι. Δεν χρειαζόταν πια σε αυτό τον κόσμο, ήταν αλήθεια. Και δεν μπορούσε ούτε μια στιγμή να χαρεί με την ελάχιστη ψευδαίσθηση πως σε κάτι ήταν χρήσιμος, να, να ρίχνει ένα ποτήρι νερό σε ένα γλαστράκι - ούτως ή άλλως δεν το έκανε πια. Απλώς κοιμόταν και ξυπνούσε, άνοιγε τα μάτια του το πρωί και τα έκλεινε το βράδυ σαν να ήταν η πόρτα ενός μαγαζιού που βάραγε μύγες.

22.9.14



Κοιτάζω τα παλιά μου κείμενα και εντοπίζω μια εποχή που έτρεφα μεγάλη αγάπη για την άνω τελεία. Είναι ένα σημείο της στίξης που όταν το πρωτοέμαθα, δεν το κατάλαβα είναι η αλήθεια. Αργότερα πήρε νόημα μέσα στο κεφάλι μου και κάπως αγαπηθήκαμε. Παρατηρώντας τις προτάσεις που κλείνονται έξω απ' την πόρτα με άνω τελεία, έχουν κάτι παιδικό. Είναι σαν να το μαλώνεις και αμέσως να σου χτυπάει το κουδούνι ένα



Αντιθέτως στην τελεία μουτρωμένος θα σταθεί μπρος στο χαλάκι ο