30.3.13

«Είναι κλειστός ο δρόμος», λέει κι εγώ νομίζω ότι μιλάει στον αέρα. Δεν ξέρω αν κατέβηκε από το λεωφορείο και περπατάει κι αυτός μαζί με το μπουλούκι. «Κάτι γίνεται», λέει με σπαστά Ελληνικά και γυρίζει σ' εμένα.
«Ναι, κάτι γίνεται», λέω.
Δεν περνάει ούτε ένα αυτοκίνητο και βρισκόμαστε να περπατάμε μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλον, σχεδόν μεσάνυχτα, στη μέση της Πανεπιστημίου. Λίγο πιο κάτω πλήθος μαζεμένο.
«Πού πηγαίνεις;»
Δεν ξέρω αν πρέπει να του απαντήσω. Στην Ακαδημίας βλέπω κίνηση και κάνω στροφή για εκεί. Κάνει στροφή κι αυτός και περπατάει δίπλα μου, είμαι πια σίγουρη ότι τόση ώρα συγχρονίζει το βήμα του με το δικό μου. Μπαίνουμε στον πεζόδρομο δίπλα στην Ακαδημία. Είναι σκοτεινά και έχει ένα σωρό παράξενους ανθρώπους. Στέκονται κατά ζεύγη πατώντας πάνω στις μακρόστενες σκιές τους σαν φιγούρες κολλημένες σε μια μακέτα.
«Έλα από εδώ», μου λέει κι εγώ ακολουθώ.
Διασχίζουμε προσεκτικά το σκοτάδι, περνάμε δίπλα από τα δέντρα και τα παγκάκια, προσπερνάμε τις απόκοσμες φιγούρες. Κινούμαι με επιφύλαξη, εκείνος περπατάει προστατευτικά δίπλα μου. Στο τέλος του πεζόδρομου σταματάμε και κοιταζόμαστε στο φως.
«Πώς σε λένε;»
«Ιωάννα».
«Εσένα;»
«Χασάν».
Είναι μικρός, γύρω στα είκοσι πέντε.
«Είσαι πολύ όμορφη», λέει και περνάει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου.
«Α, για να σου πω», τον σπρώχνω.
Χαμογελάει αμήχανα, σαν παιδί. 
«Αλήθεια είσαι πολύ όμορφη». Φέρνει το χέρι του στην καρδιά. «Το ορκίζομαι στη μάνα μου».
Μου κάνει εντύπωση που αφήνει τη μάνα του να τρυπώσει στα αυτιά μου, να περιστραφεί μέσα στους κοχλίες μου, να χάνεται και να εμφανίζεται στα κύματα του εγκεφάλου μου σαν ναυαγός. Δεν θα την αφήσω να πνιγεί, το βλέπει.
«Πρέπει να φύγω».
Με το βλέμμα ψάχνω ελεύθερο ταξί. Το χέρι του είναι ακόμη ακουμπισμένο πάνω στην καρδιά. Έχει μακριά δάχτυλα, έχει πολύ ωραία δάχτυλα. Και ωραία νύχια.
«Πάμε να πιούμε έναν καφέ», μου λέει.
«Πρέπει να φύγω, με περιμένουν».
Πρέπει. Γενικά και αόριστα πρέπει. Με περιμένουν. Γενικά και αόριστα. Άκου, Χασάν, σκέφτομαι, δεν νιώθω ότι ορίζω τη ζωή μου. Και σε αυτό το σημείο σηκώνω, λέει, το φλιτζάνι και πίνω μια γουλιά καφέ. Ο Χασάν κουνάει το κεφάλι, ναι, ναι, καταλαβαίνει, συμβαίνει και στο Μαρόκο αυτό.
«Έλα, πάμε για καφέ», επιμένει. «Για λίγο».
Μπαίνουμε, λέει, στο καφέ, ο Χασάν με το παντελόνι του γεμάτο μπογιές, καθόμαστε σε ένα απόμερο τραπέζι, κολλάει την καρέκλα του στη δική μου και αμέσως απλώνει το χέρι με τα μακριά δάχτυλα. Δεν θέλει το χώρο του, δεν είναι Βαγγέλης ο Χασάν. Ο Χασάν με αρπάζει απ’ τη μέση και με κολλάει πάνω του. Με κοιτάζει στα μάτια και μου ρουφάει τα χείλια. Με παίρνει συνέχεια αγκαλιά, μου πιπιλάει το λαιμό.
«Το έχασες κι αυτό το ταξί. Πρέπει να κοιμηθείς νωρίς; Τι δουλειά κάνεις;» ρωτάει.
Τι δουλειά κάνω.
«Τίποτα. Με απέλυσαν. Ψάχνω».
«Τότε κερνάω», λέει πρόσχαρα και με πιάνει αγκαζέ.
«Για λίγο όμως, Χασάν, εντάξει; Πρέπει να φύγω, με περιμένουν».

Στεκόμαστε στο φανάρι. Έχει και στα μαλλιά μπογιές. Καθόμαστε, λέει, στο καφέ, χτυπάει το τσιγάρο του πάνω στο πακέτο ψάχνοντας με το βλέμμα τη σερβιτόρα κι εγώ απλώνω το χέρι να του καθαρίσω αυτή τη μικρή τούφα που βλέπω από πίσω. Ο Χασάν γυρίζει, μου πιάνει το χέρι στον αέρα και μου δίνει ένα φιλί. 
«Πού θέλεις να καθίσουμε; Καλά είναι εδώ;»
Μου δείχνει ένα τραπέζι κοντά στην πόρτα.
«Ναι, μια χαρά».
Καθόμαστε. Ανοίγω, λέει, το χαρτοφύλακά μου και ακουμπάω τα χαρτιά μου πάνω στο τραπέζι. Ζητάω να μου φέρουν ένα ποτήρι νερό, ισιώνω το μικρόφωνο, λέω 1-2-3 και ξεκινάω: Είμαι παντρεμένη, Χασάν. Με τον Βαγγέλη. Από την ημέρα που απολύθηκα, βγαίνω και περπατάω στην Αθήνα με τις ώρες. Αγοράζω τις μικρές αγγελίες και τις διαβάζω στα παγκάκια. Στριμώχνομαι ανάμεσα στον κόσμο που ανεβαίνει στα λεωφορεία και μόλις με ακουμπάνε, τα χέρια τους μακραίνουν σαν λάστιχα, σκαρφαλώνουν πάνω μου, μου μαζεύουν τα μαλλιά, μου χαϊδεύουν το λαιμό. Κρατιέμαι από τις χειρολαβές και τυχαίνει μερικές φορές ένα σώμα να με πιέζει ακολουθώντας ρυθμικά τις στροφές και τις λακκούβες. Εκείνη τη στιγμή ξεχνάω τις αγγελίες, ξεχνάω τον Βαγγέλη. Και τότε ακούγεται μια φωνή μέσα μου, που λέει δεν είναι όμορφα πράγματα αυτά, δεν είναι. Και τότε ένα δάχτυλο πετάγεται μέσα από το όρθιο πλήθος και κάθεται πάνω στα χείλια μου λέγοντας σσσσς, αυτά είναι τα όμορφα πράγματα, αυτά είναι.

(γραμμένο για το  Μπαχάρ* τ.4)

29.3.13

Το καράβι για την Κέρκυρα πάντα το βαριόμουν, ήταν κι αυτή η τεράστια βαλίτσα που έσερνα, από τις πολλές διαδρομές είχαν φθαρεί όλες οι ρόδες. Κι όμως, από τη στιγμή που ανέβαινα στο πλοίο και καθόμουν να πιω μια μπίρα στο σαλόνι, ένιωθα απέραντη ανακούφιση που είχα αποφασίσει να γλιτώσω από την κατάρα του κτελ. Το χειμώνα το καράβι ήταν άδειο, εντελώς άδειο, έμοιαζε με ναυάγιο, τόσο που περπατούσα στους στενούς του διαδρόμους και φανταζόμουν ότι ξαφνικά θα μου έφραζε το δρόμο κάποια μορφή με γουρλωμένα μάτια, που θα αιωρούνταν τουμπανιασμένη στον αέρα. Ήμουν μικρή τότε, στα φοιτητικά μου χρόνια, η ζωή ήταν σαν την μπίρα στην αρχή της, άφηνε πολύ αφρό στα χείλη. Ιδωμένο από μια σκοπιά, το ταξίδι Πάτρα-Κέρκυρα-Ανκόνα είχε κάτι το εξωτικό, τα παπούτσια μου που βυθίζονταν στις παχιές μοκέτες, η μουσική που έπαιζε για κανέναν, οι ναύτες με τις στολές, οι δαιδαλώδεις διάδρομοι, εγώ που βρισκόμουν εκεί, μια κόκκινη κουκκίδα σε ένα περίπλοκο διάγραμμα, πάντα μόνη, γιατί ήταν χειμώνας, το καράβι τεράστιο και ο λιγοστός κόσμος, κυρίως φορτηγατζήδες και νταλικιέρηδες, εξαφανιζόταν στις καμπίνες γύρω στα μεσάνυχτα. Ήταν η εποχή που για οικονομία δεν έπαιρνα καμπίνα. Λούφαζα πάνω σε κάποιον καναπέ, έριχνα πάνω στο κεφάλι το παλτό μου και προσπαθούσα να κοιμηθώ.


Με είχε δει ο άνθρωπος να στριφογυρίζω κάτω απ' το παλτό τουρτουρίζοντας και με λυπήθηκε. Θα σε πάω να κοιμηθείς στο μπέμπι ρουμ, μου είπε. Έλα μαζί μου. Ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας, λογιστής στο πλοίο, όπως μου είπε στο δρόμο για το "μπέμπι ρουμ". Ανεβαίναμε σκάλες, κατεβαίναμε σκάλες, ξανανεβαίναμε σκάλες, ξανακατεβαίναμε σκάλες, στρίβαμε δεξιά, στρίβαμε αριστερά, το βρίσκεστε εδώ άλλαζε συνέχεια θέση. Στο δρόμο δεν συναντήσαμε κανέναν. Όταν φτάσαμε, ξεκλείδωσε την πόρτα, μου είπε ότι δεν έπρεπε κανείς να μάθει πως ήμουν εκεί, για αυτό δεν θα άναβε το φως, και έφυγε.

Μόλις με είχε πάρει ο ύπνος με το παλτό ριγμένο πάνω μου, όταν άκουσα έναν θόρυβο. Άνοιξα τα μάτια μου και στο ημίφως διέκρινα τη μεγαλόσωμη φιγούρα του. Γιατί είχε ξαναγυρίσει; Γιατί είχε πει ότι δεν έπρεπε κανείς να μάθει ότι ήμουν εκεί; Ξανάκλεισα τα μάτια μου - μια παράλογη πεποίθηση πως όταν κοιμάσαι, εξαιρείσαι από τα δυσάρεστα της ζωής. Ο λογιστής πλησίαζε με αργά βήματα. Όταν έφτασε από πάνω μου, ένιωσα μια ελαφριά ριπή αέρα και τη ζεστασιά μιας κουβέρτας.

Το επόμενο πρωί ήρθε και με ξύπνησε, λιτά είναι η λέξη που μου έρχεται, θέλω να πω χωρίς να περιμένει ευχαριστώ, χωρίς να περιμένει τίποτα, φαινόταν αυτό γιατί απλώς ήρθε και με ξύπνησε. Ήταν η εποχή που αμφισβητούσα την αγάπη, πίστευα πως δεν υπάρχει αγάπη, πως υπάρχει στο λεξικό μόνο σαν ήχος και μορφή, μια κούφια λέξη. Και ίσως ακριβώς σε εποχές αμφισβήτησης, εποχές κάποιου σκότους, να εμφανίζονται οι άνθρωποι που λειτουργούν σαν αρθρώσεις συνδέοντας μέρη διαφορετικά. Αυτοί χαράζουν το όριο, αυτοί σε ξυπνάνε το πρωί σε ένα άλλο έδαφος.

15.3.13

Η είδηση με το σκύλο που μου έστειλες είναι ο μεγάλος μου φόβος, οι άνθρωποι, μάλλον πολλοί άνθρωποι, μισούν τα σκυλιά, και κάθε φορά που βγαίνω έξω με το σκύλο μου, φοβάμαι πως κάποιος θα τον δηλητηριάσει γιατί αυτός δεν έχει ιδέα για τις προθέσεις των ανθρώπων. Ευτυχώς, υπάρχουν πολλοί που αγαπάνε και σέβονται τα πλάσματα, πολλοί που τα βοηθάνε να επιβιώσουν και να ζήσουν. Τα ξέρεις βέβαια όλα αυτά και πιστεύω πως φαντάζεσαι το λυσσαλέο μίσος που νιώθω κατά καιρούς για τους δολοφόνους. Αλλά δεν μας πάει και πουθενά το μίσος, δεν είναι έτσι; Κάποιες φορές που πάω να σκάσω, αφήνω τον εαυτό μου να μισεί, τον αμολάω να γαβγίζει μανιασμένα κι όταν κάποια στιγμή κουράζομαι και λέω δεν αντέχω να μισήσω ούτε ένα χιλιοστό ακόμη, ούτε καν το πρώτο γράμμα από το όνομα του εχθρού, ούτε καν μια τόση τρίχα, τότε σκέφτομαι την αγάπη, όχι από ευγένεια, αλλά από μια πελώρια κούραση, σαν ένα ξύλο να πιαστώ μετά από ώρες που αφρίζω στη θάλασσα. Και κάποτε που καταλαγιάζει όλο αυτό και βρίσκομαι να περπατάω μέσα στο μπετόν και το ζόφο της πόλης, να διασταυρώνομαι κοιτάζοντας ευθεία το άγριο μάτι του εχθρού, την αγάπη πάλι σκέφτομαι, και πάλι όχι από ευγένεια, αλλά για να βρω λίγη ομορφιά, αφού όχι έξω, μέσα μου.

7.3.13

Καμιά φορά βλέπω στον ύπνο μου ότι γράφω. Κάτι καλό, κάτι που μου αρέσει. Ψάχνω τις λέξεις στον ύπνο μου, τις βρίσκω, τις βάζω στη σωστή θέση. Όταν ξυπνάω, σκορπίζονται, όπως χτυπάς κάτω το πόδι σου και τρομάζουν τα περιστέρια στο πάρκο.

Τα βράδια είναι ήρεμα. Δεν χτυπάνε τηλέφωνα, αραιώνουν τα αυτοκίνητα και η κίνηση στο δρόμο. Πού και πού γαβγίζει κάποιο σκυλί από μακριά. Κάθομαι με τα δάχτυλα λυγισμένα σαν τα πόδια της αράχνης πάνω στα πλήκτρα. Έχω σκεφτεί ένα σωρό πιθανά κείμενα που θα μπορούσα να γράψω, μένουν όλα στη μέση, ανάβω τσιγάρο, σκέφτομαι. Δεν είναι τόσο ότι θέλω να γράψω, όσο ότι θέλω να φύγει το βάρος που νιώθω, ένα συγκεκριμένο βάρος που συσσωρεύεται πάντα όταν δεν γράφω. Κάποιοι κάνουν καράτε, άλλοι πλέκουν, εγώ αυτό θέλω. Είναι σίγουρα παράξενη εποχή. Μπήκε το δεξί μου χέρι αριστερά, το αριστερό δεξιά και δεν ξέρω ποιο κοιτάζω.

Καταβάλλω προσπάθεια τελευταία να δημοσιεύω αυτά που γράφω. Εδώ και καιρό έχει αναλάβει μέσα μου ο πιο αυστηρός εαυτός ξινίζοντας τα μούτρα του σε κάθε κείμενο. Οι λέξεις θέλει να έχουν γρέζια. Να τις αγγίζεις και να κόβεσαι. Σκέφτομαι, δεν αντέχουν άλλο οι άνθρωποι να κόβονται, κάτι άλλο έχουν ανάγκη, ίσως ένα παραμύθι, ίσως μια παρηγοριά, ίσως κάτι άλλο. Οι λέξεις στέκονται αμήχανες, οι λέξεις διαλύονται, τα γράμματα προτείνουν τα μπαστουνάκια τους σε αυτούς που τα χρειάζονται, τα κουλουράκια τους στους πεινασμένους. Δεν μπορώ να φανταστώ, είναι η αλήθεια, ποιος ο ρόλος ενός κειμένου πια.

Δεν ξέρω αν είναι γνώρισμα της ηλικίας μου ότι χάνονται οι εντάσεις. Έχω την αίσθηση ότι συνέβη κάπως ξαφνικά, τόσο που μου 'ρχεται να αρχίσω να ψάχνω μέσα στο σπίτι σαν να πρόκειται για το κασκόλ ή τα γυαλιά μου. Όταν σκύβω μέσα μου, ανακαλύπτω συνεχώς γωνίες ακατοίκητες.

Δεν υπάρχει ίσως άλλος τρόπος για να καταλάβω, από το να γράφω συνέχεια, να μιλάω συνέχεια. Να ζυμώνω με τη γλώσσα τις λέξεις, να ζυμώνω με το χέρι τις φράσεις, για να πάρουν τελικά οι σκέψεις σχήμα. Πρέπει κάθε τόσο να μου υπενθυμίζω πως είναι εποχές που πρέπει απλώς να περιμένεις, πες τις μεταβατικές, τράνζιτ τις ονόμαζα παλιά, και πάντα μου φαίνεται ότι τραβάνε πολύ, όπως ο χειμώνας προς το τέλος του, που τον βρίσκω απόλυτα κουραστικό, σαν να έχω ζήσει μια ατέλειωτη νύχτα, ένα ατέλειωτο κρύο, και ας μην είναι έτσι ακριβώς.

Με δυσκολεύει που δεν καταλήγω πουθενά. Κανένα κείμενο από όσα γράφω δεν αξιώνεται να δει ένα τέλος. Φεύγω πάντα αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή, αλλά δεν είναι και παράξενο, αυτή τη νέα εποχή μένουν όλο και πιο λίγα να σου κλέψουν.