19.2.13

Αν ακούσω τις ειδήσεις, μια σειρά από κακοτεχνίες είναι ο ερχομός της άνοιξης. Σκίζονται τα κλαδιά στις αμυγδαλιές και βγαίνει έξω η γέμιση, θα έρθουν τα χελιδόνια με άβαφη κοιλιά.

15.2.13

Θα έρθει η εποχή που θα θυμόμαστε με ζεστασιά τα κρύα μας τα σπίτια. Τα γάντια μας που έδειχναν το φωτεινό φεγγάρι και τα κασκόλ που αγκάλιαζαν τους ώμους μας με χάρη. Εγώ πάντως συνήθισα του μπουφάν τη σιλουέτα όταν οι φίλοι μου σηκώνονται να πάνε τουαλέτα και δεν με νοιάζει που με λεν κουφή όταν τα αυτιά μου τα σκεπάζει το σκουφί. Ήταν χθες του Αγίου Βαλεντίνου. Άλλοτε μου έπαιρνε καρδούλα κι αρκουδάκι. Χαιρόμουν σαν παιδάκι. Άλλαξαν όμως τα πράγματα, δείγμα ευγενούς κυρίου είναι να προσφέρει στην καλή του μια φιάλη για τη σόμπα υγραερίου. Αλλά κι εγώ που άλλοτε έφτιαχνα ρόκες, γαρίδες, σάλτσες, κάθισα και μάνταρα τις τρύπιες του τις κάλτσες.

14.2.13

Παρατηρώ τελευταία πόσα μαγαζιά μανικιούρ-πεντικιούρ ανοίγουν. Δεν είναι παράξενο με όλη αυτή την επιθετικότητα που υπάρχει ότι χρειάζεται να μας λιμάρουν τα νύχια.

13.2.13

Είναι μερικές στιγμές στη ζωή του καθενός, μοναχικές, που φαίνονται κομμένες στα δικά του μέτρα μόνο, όπως ένα γάντι το φοράς σε ένα χέρι και όχι σε δύο. Στιγμές που δεν μοιράζεσαι με κανέναν, που πιστεύεις πως δεν αξίζει να μοιραστείς με κανέναν, όπως όταν κοιτάς τις πλάκες του πεζοδρομίου περπατώντας ή τα σχήματα στο μωσαϊκό. Θυμήθηκα σήμερα μια ολόκληρη εποχή, την εποχή που έχτιζα το σπίτι μου, γεμάτη αγωνίες για τα πόμολα, για τα πλακάκια, για το στόκο που δεν μπήκε όπως έπρεπε. Όλη αυτή η ανησυχία μού είχε χαλάσει τον ύπνο, ξυπνούσα κάθε πρωί στις πέντε ή στις έξι. Ήταν χειμώνας και ξημέρωνε αργά και, μην έχοντας τι να κάνω, έφτιαχνα έναν ελληνικό καφέ, έπαιρνα την κούπα μου και πήγαινα στην οικοδομή. Στεκόμουν μέσα στο κρύο με την πιτζάμα και ένα χοντρό μπουφάν και χάζευα το μισοτελειωμένο σπίτι ψάχνοντας για κακοτεχνίες. Σιγά σιγά ξημέρωνε. Εκείνη την εποχή είδα τις πιο πολλές ανατολές της ζωής μου, ο ήλιος εμφανιζόταν πίσω από μπάζα, μέσα από τρύπες, πάνω σε τούβλα. Τώρα, αρκετά χρόνια μετά, θυμάμαι εκείνο τον καιρό, όχι με νοσταλγία -δεν θα ήθελα να ξαναπεράσω όλη εκείνη την ταραχή- αλλά με κάποια ζεστασιά. Σαν να δούλευα στα καράβια κι έκανα τη βάρδια μου πρωί πρωί στη γέφυρα με θύελλα κι έναν καφέ, μα τώρα είμαι σπίτι.